Subscribe Us

Advertisement

Αμαρτίες γονέων


 

    Τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες το χρόνο, δέκα εφτά χρόνια τώρα, ο Επαμεινώντας έτρωγε τις τύψεις του για την εγκατάλειψη της γυναίκας και της κόρης του στο μικρό χωριουδάκι τους στην Καρδίτσα. Μα τι περιμένανε κι αυτοί από ένα δεκαεφτάχρονο ονειροπαρμένο παιδί; Με το έτσι θέλω είχανε βρεθεί με την δεκαπεντάχρονη Όλγα παντρεμένοι. Εκείνη τη σταματήσανε από το σχολείο, εκείνον τον έστειλαν σε ένα εργοστάσιο με αλουμίνια να βγάλει μεροκάματο. Τι περιμέναν από αυτούς; Να φτιάξουν οικογένεια; Καλά καλά δεν ήξεραν πώς τους είχε προκύψει το μωρό. Το μωράκι. Είχε τρομάξει ο Νότης όταν το χε πρωτοδεί, έτσι μικροσκοπικό και ζαρωμένο πάνω σε έναν πάγκο στο μαιευτήριο.
   «Μάνα, έτσι είναι τα μωρά;», είχε ρωτήσει με μάτια γουρλωμένα και την καρδιά σφιγμένη από αγωνία.
   Δυόμισι κιλά, ούτε για κοτόπουλο δεν έκανε. Φοβόταν να το ακουμπήσει μήπως το τραυμάτιζε κατά λάθος. Κι ύστερα, δεν θα ταν ούτε έξη μηνών το μωρουδάκι, του ήρθε του Νότη το χαρτί να παρουσιαστεί.
   «Τι προστάτης και μαλακίες, ρε;», τον είχε βάλει από την αρχή στο μάτι ο επιλοχίας.
   «Άμα δεν βάλανε τη τζίφρα οι γονείς σου γάμος δεν ισχύει. Παντρεύονται ρε τα ανήλικα;»
   Πάνω στις σαράντα μέρες που ορκιζόταν  ήρθε η Όλγα μονάχη της, δεκαέξι χρονών κοριτσάκι, από την Καρδίτσα στη Σπάρτη για να τον δει.
   «Η Όλγα Στάθη για τον Επαμεινώνδα Αγγελή», το μεγάφωνο βρόντησε μια φορά, δυο, τρεις.
   Ο Νότης κλεισμένος  στη στενή, μουδιασμένος από το χαμηλό ταβάνι που δεν του επέτρεπε να σταθεί όρθιος και με μαυρισμένα τα πλευρά από το ξύλο, βρόντηξε το κεφάλι του στους τσιμεντόλιθους μια , δυο, τρεις. Πάνω στο βρεμένο άχυρο στο πάτωμα κλώτσησε το πιάτο με το πλιγούρι κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του για να κλάψει χωρίς ίχνος πια αξιοπρέπειας.
   Δεκαεφτά χρόνια άρχισαν να κυλάνε βιαστικά από τότε. Ο στρατός τον είχε πάει μακριά. Βρέθηκε στην Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού, να στήνει τρίποδα πάνω στα βουνά της Μακεδονίας και να σκοτώνει σκορπιούς κάτω από το αμπέχονο που είχε για μαξιλάρι. Βρέθηκε στην Αλεξανδρούπολη με έναν γκέι ζωγράφο να φτιάχνουν επιγραφές σε καταστήματα. Μετά σε ένα πατσατζίδικο στη Θεσσαλονίκη, να σερβίρει ποδαράκια με σάλτσα σε μισοκοιμισμένους εργάτες και αργόσχολους μεθύστακες.   
   Τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν πια στην Αθήνα. Είχε ανοίξει ένα συνοικιακό μαγαζάκι και πούλαγε φτηνά τζην και μακό μπλουζάκια που έκαναν θραύση στη νεολαία. Είχε πάρει κι ένα στεγαστικό κι είχε τώρα και το δικό του δυαράκι δυο τετράγωνα μακριά απ το μαγαζί. Όταν μάλιστα ο δρόμος μπροστά από το μαγαζί και το σπίτι έγινε πεζόδρομος, ο Νότης έκανε την τύχη του. Μπορούσε πια να θεωρεί τον εαυτό του αρκετά επιτυχημένο. Όχι όμως και ευτυχισμένο. Το παρελθόν τον έτρωγε, όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο περισσότερο. Ποτέ δεν είχε ξεκαθαρίσει μέσα του αν ήταν τελικά πατέρας ή όχι, αν ήταν τελικά σύζυγος ή όχι. Θυμόταν την Όλγα με συμπόνια, μα όχι με αγάπη. Δεν είχε προλάβει ποτέ να το αγαπήσει εκείνο το λυπημένο κοριτσάκι με τις μακριές κοτσίδες και την περίεργη απελευθερωμένη ηθική. Ούτε και το κλαψιάρικο καχεκτικό μωρό είχε καταφέρει να αγαπήσει ποτέ του.
   «Χριστέ μου, σχώραμε», μουρμούραγε καμιά φορά κάνοντας βιαστικά το σταυρό του όταν σκεφτόταν αυτά τα πράγματα.
   Απόψε, Παρασκευή βράδυ, είχε μείνει λίγο πιο αργά στο μαγαζί. Είχε κλείσει την πόρτα κι άλλαζε ρούχα στις κούκλες στη βιτρίνα. Χειρότερο από αυτό δεν είχε. Καλύτερα να δούλευε δώδεκα ώρες στη σειρά, όπως το χε κάνει αρκετές φορές στο παρελθόν, παρά να ντύνει τις κούκλες. Πώς τα κατάφερνε πάντα κι έμοιαζαν με σακούλες τα ρούχα πάνω τους! Η κυρά Σοφία που κρατούσε το μαγαζί το πρωί ούτε λόγος να ανέβει στο παταράκι γι αυτή τη δουλειά. Άσε που δεν χωρούσε στη βιτρίνα, είχε και το θάρρος της παλιάς φιλίας και του το χε ξεκόψει από την αρχή.
   «Αγόρι μου δυο χρονάκια ένσημα θέλω να συμπληρώσω για τη σύνταξη και φεύγω. Σήμερα είμαι, αύριο δεν είμαι. Δεν τις μπορώ εγώ τέτοιες λεπτοδουλειές».
   Μόλις έβαζε την τελευταία καρφίτσα, γύρισε κι είδε τα κορίτσια έξω από τη τζαμαρία. Του χαμογέλασαν και οι δύο, βαμμένες έντονα και ντυμένες προκλητικά, έτοιμες για το ροκ μπαράκι είκοσι μέτρα πιο κάτω. Χωρίς να το καλοσκεφτεί τους άνοιξε την πόρτα. Η πιο μεγάλη μπήκε μέσα με θράσος παρακάμπτοντάς τον, και πήγε και κάθισε σταυροπόδι πάνω στον πάγκο του ταμείου.
   Η μικρότερη στάθηκε με την πλάτη πάνω στην πόρτα. Ο Νότης δεν ήθελε να το πιστέψει, αλλά κατάλαβε πως θα τον λήστευαν. Παρόλα αυτά ρώτησε ήρεμα κι ευγενικά.
   «Τι θα θέλανε τα κορίτσια;»
   Η μεγαλύτερη έβγαλε σουγιά και τον ακούμπησε στον πάγκο δίπλα της.
   «Ότι θέλει το αφεντικό», τον κοίταξε ειρωνικά στραβώνοντας τα όμορφο χαμόγελό της.
   Ο Νότης γύρισε και κοίταξε και την μικρότερη. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Ξεχώριζαν μια μία οι γραμμές στον οισοφάγο της, αδύνατη σαν σκελετός και με τα μάτια της αγριεμένα σαν από πείνα και αγωνία. «Ναρκομανείς», σκέφτηκε, κι όσο κι αν φοβήθηκε για τον εαυτό του δεν μπόρεσε να μην τις  λυπηθεί.
   «Μάζεψέ το αυτό, δεν θέλω φασαρίες», γύρισε πάλι στην μεγάλη και πλησίασε αργά στο ταμείο.
   Έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα και της τα ακούμπησε χωρίς βιασύνη στον πάγκο.
   «Φέρτα όλα», του αγρίεψε η κοπέλα, που δεν θα ταν πάνω από είκοσι πέντε χρονών.
   Της έκανε νόημα με το κεφάλι πως δεν είχε άλλα και της έδειξε τη φίλη της στην πόρτα. Έμοιαζε έτοιμη να σωριαστεί κάτω.
   «Παρ την και φύγετε. Σας φτάνουν αυτά». 
   Δίστασε για λίγο εκείνη, μα έπειτα έτρεξε στην πόρτα, έπιασε την άλλη από το χέρι και την τράβηξε έξω. Ο Νότης πλησίασε στη τζαμαρία και τις ακολούθησε με το βλέμμα. Η μικρή παραπατούσε. Η μεγαλύτερη γύρισε και τον κοίταξε με ένα τρελό βλέμμα, κι ύστερα παράτησε τη σύντροφό της σε ένα παγκάκι κι άρχισε να τρέχει στον πεζόδρομο μόνη της.
   «Κάτσε στα αυγά σου, Νώντα, δεν είναι δική σου δουλειά», προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του να ξεκολλήσει από το τζάμι.
   Μάταιο. Κάθε πιτσιρικάς, παρέα ή ζευγαράκι που περνούσε, κοίταζαν στιγμιαία το κορίτσι πεσμένο σα σακί στο παγκάκι και συνέχιζαν την πορεία τους.
   «Γιατί ρε παιδιά; Άνθρωπος είναι», τσαντίστηκε τελικά ο Νότης και κλείδωσε το μαγαζί με φούρια.
   Την πλησίασε θαρρετά, σαν για να δείξει πως την ήξερε. Είχε κάνει εμετό πάνω στην μπλούζα της, λίγο κριθαράκι εντελώς αχώνευτο, σαν να το χε μόλις καταπιεί. Τα μάτια της δεν άνοιγαν. Κινήθηκε λιγάκι ενοχλημένη από το σκούντηγμά του.
   «Σήκω ρε κοριτσάκι μου, είναι αργά. Το σπίτι σου πού είναι;», τη ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση, αλλά αυτό που άκουσε από το στόμα της ήταν χειρότερο από τη σιωπή.
   «Στο Διάολο είναι», έβγαλε έναν λυγμό απ το λαρύγγι της και τον κοίταξε με το κεφάλι ίσα να στέκεται στο λαιμό της. Ξανάπεσε στο παγκάκι σαν άψυχη.
   Ο Νότης πήγε στο περίπτερο ακριβώς πίσω από το παγκάκι και πήρε δυο μπουκαλάκια νερό, ένα πακέτο κρακεράκια, ένα πακέτο χαρτομάντιλα και μια πορτοκαλάδα. Ύστερα θρονιάστηκε στο παγκάκι δίπλα στο κορίτσι και καθάρισε όσο μπορούσε το πρόσωπο και την μπλούζα της. Έβαλε το κεφάλι της πάνω στα πόδια του και την περίμενε να συνέλθει. Πού και πού ξυπνούσε και τον κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό και μια απορία στα μάτια, μα αμέσως έπεφτε σε λήθαργο πάλι.
   «Εδώ θα τη βγάλουμε απόψε βρε μικρό;», μουρμούραγε κάθε λίγο, κι άναβε τσιγάρο.
   «Άντε, γαμώτο, μ έκανες πάλι να καπνίσω. Χαλάλι σου, κοριτσάκι, μόνο σήκω να σε πάω στο σπίτι σου», μίλαγε μόνος του κι ούτε που έδινε σημασία σ αυτούς που περνούσαν και τους κοιτούσαν επικριτικά.
   Κάποια στιγμή γύρω στα μεσάνυχτα έκλεισαν τα μάτια του. Νύσταζε. Κρύωνε κιόλας. Το πόδι του είχε μουδιάσει κάτω από το κεφάλι της κοπέλας. Ένας καραφλός γέρος τους κοίταγε επίμονα από το απέναντι μπαλκόνι. Δεν άντεχε να κάτσει άλλο, ούτε και του πήγαινε όμως να την αφήσει μόνη της εκεί. Ποιος ξέρει ποιος θα μπορούσε να περάσει, τι θα μπορούσε να της κάνει. Ξεφύσηξε κουρασμένος και με μια τελευταία προσπάθεια κατάφερε κακήν κακώς να τη στήσει στα πόδια της.
   «Άντε, πάμε να κοιμηθείς σπίτι μου απόψε κι αύριο βλέπουμε».
   Ένα περιπολικό πέρασε από δίπλα τους με το φάρο σβησμένο. Την έσφιξε πάνω του ακόμα περισσότερο κι έκανε πως της μιλούσε στο αυτί. Την ανέβασε δυο ορόφους σκαλιά, έναν μέχρι το διαμέρισμά του κι άλλον έναν στην εσωτερική σκάλα που έβγαινε στη γκαρσονιέρα στην ταράτσα. Παλιά ήταν πλυσταριό, αλλά πέρσι το καλοκαίρι ο Νότης το χε ανακαινίσει και είχε φτιάξει ένα πανέμορφο μικροσκοπικό διαμερισματάκι είκοσι τετραγωνικά όλο κι όλο. Την έβαλε στο κρεβάτι κι άφησε στο πάσο της κουζινούλας την πορτοκαλάδα, το νερό και τα κρακεράκια που είχε πάρει από το περίπτερο.
   «Νανάκια τώρα», μόρφασε κι ο ίδιος με τη χαζή μωρουδίστικη γλώσσα του και κατέβηκε τα σκαλιά παραδομένος στην κούραση.
   «Αν δεν σηκωθεί το βράδυ να σε ξαφρίσει και να σε σφάξει τυχερός θα σαι, μαλάκα», χαμογέλασε πέφτοντας στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε αμέσως.
   Τον ξύπνησε ο θόρυβος από το μιξεράκι στην κουζίνα που χε μισοχαλάσει και στρίγγλιζε σαν τρελό. Για μια στιγμή τα χασε, αλλά μετά θυμήθηκε την φιλοξενούμενή του και πετάχτηκε όρθιος με περιέργεια. Ήταν εφτά το πρωί. Μέσα στην κουζίνα του η νεαρή άγνωστη έφτιαχνε φραπέ. Ήταν σαν να ταν άλλος άνθρωπος, χωρίς το μακιγιάζ και με τα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά, ξύπνια και ξεμέθυστη. Να τανε είκοσι χρονών;
   «Καλώς το μου», της χαμογέλασε χαχανίζοντας κι ευχήθηκε να μην είχε κάνει λάθος που την είχε βάλει μέσα στο σπίτι του.
   «Καλημέρα», του απάντησε κι αυτή ντροπαλά και του έδειξε το ποτήρι με το φραπέ.
   «Να σου φτιάξω κι εσένα ένα;», ρώτησε διστακτικά, ψάχνοντας να μαντέψει πώς στο καλό είχε βρεθεί εκεί και τι είχε προηγηθεί το περασμένο βράδυ.
   «Μία δύο», της είπε τις αναλογίες για τον καφέ και μπήκε στο μπάνιο λες και ήταν παλιά φιλαράκια και όλο εκείνο το σκηνικό δεν είχε τίποτα μα τίποτα περίεργο.
   Εκείνο το Σάββατο δεν πήγε καθόλου στο μαγαζί. Η κυρά Σοφία θα το άνοιγε κανονικά στις εννιά, θα έκλεινε στις τρεις κι ύστερα θα ερχόταν να του τα ψάλει που την είχε αφήσει μόνη της Σαββατιάτικα. Έμαθε πως την μικρή την έλεγαν Κέλυ, από το Αγγελική. Ήτανε είκοσι χρονών του είπε και σπούδαζε αισθητικός σε μια κρατική σχολή λίγο πιο πάνω από τον πεζόδρομο. Έμενε με τη φίλη της τη Λένα.
   «Με παράτησε η μαλάκω», τον κοίταξε απολογητικά σφίγγοντας τα χείλια, κι ήταν ότι πιο κοντινό σε συγγνώμη κατάφερε να του πει.
   Έμειναν εκεί καθισμένοι απέναντι στο τραπέζι της κουζίνας και μιλούσαν για ώρες. Ξέχασε και τις τύψεις του ο Νότης, ξέχασε και τη χθεσινή ληστεία, ξέχασε και την κοπέλα του τη Μαργαρίτα που περίμενε τηλέφωνό του για να κανονίσουν για το βράδυ. Κατά τις μια το μεσημέρι χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν η Ρίτα. Του παραπονέθηκε που δεν της είχε τηλεφωνήσει, τον κατηγόρησε για αδιάφορο κι ύστερα του ζήτησε να την πάει σε κάποιο ακριβό εστιατόριο για να τον συγχωρέσει. Και τι να της έλεγε εκείνος;
   «Όχι δεν μπορώ γιατί φιλοξενώ μια πιτσιρίκα που το χει σκάσει από το σπίτι της και είναι επιρρεπής στα ναρκωτικά και στις ληστείες»;
   «Όπου θες μωρό μου», της απάντησε τελικά και έκλεισε το τηλέφωνο, έχοντας για κάποιο λόγο ήδη μετανιώσει.
   «Παρ της ένα δώρο», του κλεισε το μάτι η Κέλυ που άθελά της είχε ακούσει όλη τη συζήτηση.
   «Και σαν τι να της πάρω δηλαδή;», χαμογέλασε εκείνος.
   «Πάμε να δούμε, ένα σωρό καταστήματα έχει ο πεζόδρομος», ενθουσιάστηκε η μικρή και πετάχτηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα της, έτοιμη για βόλτα στα μαγαζιά.
   Μέσα στην συννεφιασμένη γαλήνη του φθινοπωρινού μεσημεριού ο πεζόδρομος έπαιρνε μια άλλη διάσταση. Τα φύλλα στα δέντρα θρόιζαν γαργαλώντας τα αυτιά των λιγοστών περαστικών. Ο ήλιος χόρευε διαπερνώντας τα σύννεφα, παίζοντας κρυφτό με τις σκιές που εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν πάλι. Τα περισσότερα μαγαζιά δεν είχαν κόσμο. Ίσως μερικοί ξενυχτισμένοι νεαροί που είχαν ξυπνήσει πριν λίγο να έπιναν τον καφέ τους για να ξεκινήσουν τη μέρα τους από τα μισά της. Ίσως και κάποιες μαμάδες που έβρισκαν την ευκαιρία τελευταία στιγμή να ψωνίσουν σε άτακτα μέσα στο στρίμωγμά τους σχολιαρόπαιδα. Δυο τρία ζευγάρια ηλικιωμένων που έψαχναν μια σταλιά από τον ρομαντισμό των εφηβικών τους χρόνων μετρώντας χωρίς βιασύνη τα βήματά τους πάνω στα κόκκινα τούβλα του πεζόδρομου και παραγγέλνοντας πάστες στο ζαχαροπλαστείο της γωνίας. Οι δεκαετίες δεν είχαν σημασία κάτι τέτοιες μέρες στον πεζόδρομο. Ανακατεύονταν η μια με την άλλη κι άφηναν εσένα να διαλέξεις σε ποια από αυτές θα στεκόσουν και θα ζούσες τις επόμενες ώρες σου. Σε άφηναν να μεγαλώσεις ή να μικρύνεις κατά τη βούλησή σου. Να παίξεις το ρόλο που ποθούσε η καρδιά σου. Σαν να χε όλο αυτό το σκηνικό συνωμοτήσει για να τους παρασύρει στις ασυνείδητες ανάγκες τους, ο Νότης και η Κέλυ βρέθηκαν αναπόφευκτα να παίζουν το ρόλο του πατέρα και της κόρης. Κρατώντας τον αγκαζέ, η αποξενωμένη απ τους γονείς της πιτσιρίκα χοροπηδούσε χαρούμενα δίπλα στα μεγάλα του βήματα και τον τραβούσε με το ζόρι από βιτρίνα σε βιτρίνα για να του δείξει ένα ζευγάρι ροζ αθλητικά παπούτσια, μια κούκλα ντυμένη πανκ, ένα σκέιτμπορντ με γαλάζιες φλόγες στη σανίδα του, ένα τεράστιο παγωτό από χρωματιστό πλαστικό και έναν γυμνό κούκλο σε μια βιτρίνα που είχε ένα σαχλό εξόγκωμα στη θέση των γεννητικών οργάνων. Τελικά μπήκαν σε ένα κοσμηματοπωλείο.
   «Θα ήθελα κάτι για δώρο», αγριοκοίταξε ο «μπαμπάς» την «κορούλα», που έβαλε τις παλάμες τις πάνω στο τζάμι της προθήκης χαζεύοντας μια ατέλειωτη σειρά από δαχτυλίδια.
   «Για την κόρη σας;», του χαμογέλασε η όμορφη πωλήτρια και του έδειξε την άλλη άκρη του μαγαζιού που είχε τα πιο μοντέρνα και νεανικά κοσμήματα.
   «Για τη μαμά!», τον πρόλαβε η Κέλυ και τον πλησίασε ζουλώντας του το μάγουλο.
   «Έχουνε επέτειο τα πιτσουνάκια μου», συνέχισε ακάθεκτη το ψέμα της δείχνοντας να το απολαμβάνει βαθιά. 
   Διάλεξαν για τη Μαργαρίτα ένα λεπτεπίλεπτο ξωτικίσιο κολιεδάκι με ασορτί σκουλαρίκια που άφησε την τσέπη του Νότη σχεδόν άδεια και την πωλήτρια με ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης.
   «Άμα δεν διάλεγες το ακριβότερο θα σου έπαιρνα κι εσένα κάτι», της είπε εύθυμα καθώς έβγαιναν από το κοσμηματοπωλείο.
   Η Κέλυ έχασε το βήμα της για μια στιγμή, κοντοστάθηκε κι έσκυψε το κεφάλι με έκφραση παγωμένη, λες κι είχε ξαφνικά θυμηθεί κάτι αποκρουστικό.
   «Δεν εννοούσα... όχι, χωρίς καμία υποχρέωση... ξέχνα το», πήγε να τα μπαλώσει ο Νότης καταλαβαίνοντας πως είχε πιθανότατα θίξει κάποιο ευαίσθητο προσωπικό της θέμα, κάτι που την έτρωγε όπως εκείνον έτρωγαν οι τύψεις του. 
   «Δεν πειράζει», χαμογέλασε βεβιασμένα σφίγγοντάς του το μπράτσο ξανά.
   «Μπορείς πάντως να με κεράσεις ένα σουβλάκι. Πεινάω σαν λύκος», βρήκε πάλι το κέφι της σιγά σιγά και το χαμόγελό της ξανάγινε αληθινό.
   Στο σπίτι, όσο ετοιμαζόταν για το ραντεβού του, ο Επαμεινώντας προσπαθούσε να πείσει την Αγγελική να μείνει στο σπίτι να τον περιμένει. Η απόπειρα να την πείσει να πάρει τηλέφωνο τους γονείς της είχε ήδη ναυαγήσει.
   «Θα προσπαθήσω να γυρίσω νωρίς και θα βγούμε μετά μαζί αν θες. Υποσχέσου μου τουλάχιστον πως δεν θα πας να βρεις τη Λένα, ούτε κανέναν από αυτούς που σου πουλάνε τα σκατά που παίρνεις».
   «Δεν παίρνω».
   «Ήμουνα εκεί κοριτσάκι, σε είδα. Πόσο αφελής πιστεύεις πως είμαι;»
   «Ένα τσιγάρο κάναμε με τη Λένα για να πάρω θάρρος. Φοβόμουνα να... ξέρεις».
   «Να με ληστέψεις», γέλασε ο Νότης και την έκανε να γελάσει κι εκείνη.
   «Και να που τελικά μου λήστεψες την καρδιά», της έκανε μια αστεία θεατρική υπόκλιση.
   Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα από ντροπή.
   «Μπορώ να χρησιμοποιήσω το μπάνιο σου; πάνω έχει μόνο ντουζ», άλλαξε άτσαλα την κουβέντα για να κρύψει την ταραχή της και άρχισε να στρίβει τις άκρες των μαλλιών της νευρικά.
   «Μπορείς να κάνεις ότι θέλεις αρκεί όταν γυρίσω να σε βρω εδώ και να σε βρω καλά».
   Έσιαξε τη γραβάτα του, κούμπωσε το κουστούμι του, βούτηξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και το κουτάκι από το κοσμηματοπωλείο κι έφυγε σιγοσφυρίζοντας ασυναίσθητα το Strangers in the night. 
   Η Κέλυ έκανε ένα μπάνιο και χώθηκε στο κρεβάτι από τις εννιά. Στον ύπνο της ήρθε πάλι ο παλιός παιδικός εφιάλτης. Ολοζώντανος, με κάθε λεπτομέρεια, τρομακτικός και βρωμερός, όπως ακριβώς είχε τυπωθεί στη μνήμη της δωδεκάχρονης Αγγελικής.
   «Δεν θα πάμε στο νοσοκομείο να δούμε τη μαμά παππού;»
   «Αύριο κουκλίτσα μου. Θα πάμε αύριο να την πάρουμε», της χάιδεψε τα μαλλιά χαμογελώντας ο παππούς.
   «Γιατί έπρεπε να πάει η μαμά στο νοσοκομείο, παππού, αφού δεν είναι άρρωστη;»
   «Γιατί  είναι τόσο χαζή που ακόμα δεν έχει μάθει ποιες μέρες πρέπει να κρατάει τα πόδια της κλειστά, μωρό μου», η τεράστια παλάμη του της χάιδεψε τώρα το μάγουλο και το λαιμό με έναν άσχημο, επίμονο τρόπο.
   «Τι σημαίνει αυτό;», άρχισε να τρέμει η φωνή της.
   Τους τελευταίους μήνες είχε πιάσει ασυναίσθητα τον εαυτό της να φοβάται τον παππού της. Την ενοχλούσε που είχε τόσο αργοπορημένα ξεκινήσει να ασχολείται μαζί της. Μέχρι πριν λίγο καιρό ασχολιόταν μόνο με τη μαμά, αλλά από τη στιγμή που η Αγγελική είχε αρχίσει να χρειάζεται σουτιέν η προσοχή του είχε στραφεί όλη πάνω της. Φοβόταν να μένει μόνη της μαζί του. Την κοιτούσε κάπως, σαν να πεινούσε. Όπως κοιτούσε πολλές φορές και τη μαμά όταν πίστευε πως δεν τον έβλεπε κανένας. Και της μουρμούριζε κάτι ακαταλαβίστικα πράγματα που της φαινόντουσαν κακά, ντροπιαστικά, ανήθικα. Την έκανε να ανατριχιάζει και να αηδιάζει.
   «Θα μάθεις σύντομα, πολύ σύντομα», της απάντησε, και η πρότασή του ακούστηκε στα αυτιά της σαν απειλή.
   Και μετά της είπε πως της είχε πάρει ένα πολύ ωραίο και ακριβό δώρο, και της είπε να κάτσει στον καναπέ και να περιμένει να της το φέρει από το δωμάτιό του.
   «Τρέχα Κέλυ, φύγε! Φύγε από κει!», της φώναζε πάντα ο εαυτός της στο όνειρο, αλλά η Αγγελικούλα καθόταν υπάκουη στον καναπέ, αθώα και ανίδεη σαν καταδικασμένο ερίφιο.
   Γύρισε κι έκατσε στον καναπέ δίπλα της, και άνοιξε μπροστά της ένα πανέμορφο βελούδινο κουτάκι σαν κόκκινο τριαντάφυλλο. Έβγαλε από μέσα ένα ολόχρυσο μακρύ μενταγιόν με γυαλιστερές μικρές πέτρες λευκές και ρόδινες και της το πέρασε στο λαιμό. Το μενταγιόν κρύφτηκε μέσα στο πουκάμισό της.
   «Α, δεν φαίνεται έτσι», αναστέναξε ξαναμμένος και με δάχτυλα που έτρεμαν άρχισε να της ξεκουμπώνει το πουκάμισο, ώσπου φάνηκε το βαρύ μενταγιόν ανάμεσα στα μικρά στήθια της.
   Της χούφτωσε το ένα βυζί και το μάλαξε μέσα στην παλάμη του, πιέζοντάς το ώσπου να την πονέσει. Η Αγγελική είχε μείνει άναυδη. Δεν μπορούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση.
   «Δε σου είπε η μάνα σου πως πρέπει πάντα να φοράς σουτιέν τώρα πια; Αλλιώς αυτά τα όμορφα στηθάκια θα κρεμάσουν και θα είναι  άχρηστα», έκανε τάχα πως τη συμβούλευε αθώα, κι ύστερα έβαλε το άλλο χέρι του κάτω από τη φούστα της και το γλίστρησε μέσα στο βρακί της.
   «Πάλι καλά που φοράς κιλότα. Άμα δεν φοράς θα κρυώσεις, να ξέρεις, και θα πονάς πολύ εκεί κάτω», έσπρωξε πιο βαθιά τα δάχτυλά του και την έγδαρε τραβώντας ανάλγητα το τρυφερό της δέρμα.
   Η Αγγελική επιτέλους κατάφερε να αντιδράσει.
  «Όχι, μπαμπά, μην το κάνεις αυτό μπαμπά», κλαψούρισε κλείνοντας τα μάτια της.
   Ο παππούς- πατέρας- τέρας τράβηξε απότομα το χέρι του από το βρακί της και της έσκασε μια σφαλιάρα στο μάγουλο, με όλη του τη δύναμη.
   «Μην τολμήσεις ποτέ να με ξαναπείς έτσι, πουτανάκι, γιατί θα το πληρώσεις πολύ ακριβά», της ψιθύρισε πολύ κοντά στο πρόσωπο και η Αγγελική κατάλαβε πως το αριστερό της αυτί είχε κουφαθεί από το χτύπημα.
   Ακόμα την ενοχλούσε εκείνο το αυτί, σαν να έσερναν νύχια πάνω σε πίνακα μέσα στο κεφάλι της, σαν την επεκτατική επιβολή της σερνάμενης βρώμας μέσα στην άσπιλη  καρδιά της. Πετάχτηκε από το κρεβάτι πιέζοντας με την παλάμη της το αυτί της. Πάντα της έφερναν αναγούλα εκείνες οι αναμνήσεις. Τι κι αν είχε φύγει από το σπίτι εκείνο το ίδιο βράδυ; Τι κι αν είχε καταφέρει τελικά να πείσει τη μάνα της να έρθει να τη βρει στην Αθήνα; Τι κι αν ο παππούς με τη σάπια ψυχή είχε πεθάνει λίγους μήνες μετά από δηλητηρίαση, ίσως και ηθελημένη; Η Κέλυ δεν θα ξαναγινόταν ποτέ ξανά η Αγγελικούλα. Ούτε και θα συγχωρούσε ποτέ τη μάνα της για τη σιχαμερή λασπουριά στην οποία την είχε πετάξει προτού καν ακόμα τη γεννήσει. Αμαρτίες γονέων...
   Το ραντεβού του Νότη δεν εξελισσόταν και πολύ καλά. Ήταν κάπως αφηρημένος και κλεισμένος στις σκέψεις του, κι όταν η Ρίτα κολακευμένη από το δώρο του αποφάσισε αναπάντεχα να του το ξεπληρώσει με μια επίσκεψη στο σπίτι του εκείνος αρνήθηκε άγαρμπα. Η κοπέλα προσβλήθηκε και μπήκε σε υποψίες. Συνήθως εκείνος ήταν που την έπειθε να αποτραβηχτούν στο διαμέρισμά του κάτι τέτοιες βραδιές.
   «Είμαι λίγο εκνευρισμένος, μου τυχε κάτι χθες στο μαγαζί», πήγε να καλυφτεί ο Νότης και τα κανε χειρότερα.
   Αδύνατον να είχε προβλέψει την κατάληξη εκείνης της κουβέντας. Της είπε για τη ληστεία κι όταν εκείνη παραξενεύτηκε που δεν κατήγγειλε τους ληστές της είπε πως ήταν δυο κοριτσάκια και δεν του πήγαινε να τα μπλέξει με την αστυνομία. Η Ρίτα δεν καταλάβαινε γιατί είχε φερθεί έτσι. Τον κατηγόρησε πως σκεφτόταν με το πουλί του κι όχι με το μυαλό του. Παρεξηγήθηκε κι ο Νότης και πάνω στον εκνευρισμό του της πέταξε πως η πιο μικρή θα μπορούσε να ταν κόρη του. Για κάποιο λόγο, ίσως να έφταιγε ο τρόπος που το χε πει, η ένταση στη φωνή του, η ενοχή στα μάτια του, η Ρίτα ζήτησε να της εξηγήσει τι σήμαινε αυτό. Λες και είχε διαισθανθεί πως δεν το χε πει απλά σαν έκφραση. Ένα χρόνο τώρα που έβγαιναν μαζί δεν της είχε εκμυστηρευτεί ποτέ το ένοχο παρελθόν του. Κι ούτε και σκόπευε ποτέ να το κάνει. Όμως εκείνο το βράδυ, χωρίς να το πολυσκεφτεί έκατσε και της τα είπε όλα. Δεν ήξερε κι αυτός τι περίμενε από τη μεριά της, αλλά και πάλι η αντίδρασή της τον άφησε σύξυλο. Η δεσποινίς Μαργαρίτα άφησε το κουτάκι που της είχε δώσει λίγο νωρίτερα πάνω στο τραπέζι, του είπε πως δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με ανθρώπους σαν τα μούτρα του κι έφυγε από το εστιατόριο χωρίς να γυρίσει να του ρίξει δεύτερη ματιά.
   Οδήγησε μέχρι το σπίτι του μηχανικά. Κατάλαβε πως σε όλη τη διαδρομή έσφιγγε τα δόντια του και το σαγόνι του είχε πονέσει. Οι φλέβες στους κροτάφους του χτυπούσαν σαν συνεχόμενες ρυθμικές ντουφεκιές. Ανέβηκε τα σκαλιά με βήματα κουρασμένα. Άνοιξε την πόρτα του και έψαξε για την μικρή. Σιγά μην ήταν εκεί. Ανέβηκε και πάνω. Το κρεβάτι ακατάστατο, σαν να χε πεταχτεί από τον ύπνο της κι είχε φύγει τρέχοντας. Και γιατί να μη φύγει; Εδώ είχε φύγει η Ρίτα που υποτίθεται πως τον ήξερε, πως τον αγαπούσε. Έκατσε όπως ήταν με το κοστούμι στην καρέκλα του στην κουζίνα κι άναψε την τηλεόραση για να περάσει η ώρα. Είχε χρόνια να καπνίσει μέσα στο σπίτι, κάποτε μάλιστα το χε κόψει εντελώς. Μπορεί να μην είχε καταφέρει να το κρατήσει για πολύ, αλλά του χε τουλάχιστον μείνει το συνήθειο να μην ανάβει τσιγάρο μέσα στο σπίτι του. Τώρα το καταπάτησε και αυτό. Μέσα στο μισοσκόταδο, πλαισιωμένη από τις διακεκομμένες αναλαμπές της τηλεόρασης, η μικρή καύτρα του τσιγάρου  ήταν η ίδια η καρδιά του που καιγόταν αργά μονάχη της και σε λίγο δε θα απόμενε παρά μόνο μια σωρός στάχτης. Ξεριζωμένος, ναι, έτσι ένοιωθε. Πάντα τον έτρωγε, ίσως περισσότερο κι από τις τύψεις του, το πώς είχε κοπεί ανεπανόρθωτα ο ομφάλιος λώρος με τον εαυτό του, με εκείνο το παιδί που ξεχνιόταν ονειροπολώντας κρυμμένο μέσα στα κλαδιά των δέντρων, με εκείνη τη μάνα, που το χε μόνη μεγαλώσει σέρνοντάς το μέσα σε λαγκάδια και χωράφια, με εκείνο το σπίτι με τα ασοβάντιστα λιθάρια, που μοσχοβολούσε ψωμί, φράουλες  και ρίγανη. Πώς τόλμαγε τώρα να απαιτεί από άλλους να δεχτούν αυτό που ο ίδιος είχε προδώσει; Γέλασε πικρόχολα, κοροϊδεύοντας τον εαυτό του και μόνο.
   Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν αποφάσισε να σηκωθεί από την καρέκλα. Αντί να βάλει τις πυτζάμες του και να ξαπλώσει, άφησε το ένστικτό του να τον βγάλει έξω, στον πεζόδρομο, σε εκείνον τον μικρόκοσμο από κόκκινα τούβλα και δεντράκια φυτεμένα στη σειρά. Ο πεζόδρομος άρχιζε από το Δημαρχείο και τελείωνε στο Άλσος. Ο Νότης πήρε τον δρόμο για το πάρκο. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Για χρόνια είχε το συνήθειο να πηγαίνει στο πάρκο τα απογεύματα που έκλεινε το μαγαζί νωρίς. Καθόταν σε ένα παγκάκι με έναν καφέ και μια εφημερίδα κι έκρυβε τάχα πως πρόσεχε τα παιδιά που έτρεχαν κι έπαιζαν πάνω κάτω στα δρομάκια. Τον ηρεμούσε αυτό, τον έκανε να νιώθει πως δεν ήταν τελικά και τόσο κακός, πως θα μπορούσε να γίνει κάποτε ένας υπεύθυνος άνθρωπος, ένας οικογενειάρχης. Γιατί είχε σταματήσει να πηγαίνει; Ναι, ήταν από εκείνο το βραδάκι με το παραλίγο δυστύχημα. Ένας νεαρός είχε μπει παράνομα στον κήπο με το μηχανάκι. Πήγαινε στη δουλειά του κι ήθελε να κόψει δρόμο. Ένα κοριτσάκι πετάχτηκε μπροστά του από το πουθενά, ακριβώς μπροστά στο παγκάκι που καθόταν ο Νότης. Έπεσε κάτω, έτρεχε αίμα από το πόδι της. Ο Νότης είχε τιναχτεί πάνω κι είχε τρέξει να βοηθήσει το παιδί, να το σηκώσει, να δει αν ήταν καλά, αν είχε χτυπήσει πουθενά σοβαρά. Κι εκείνο το άτιμο, μόλις το έπιασε στα χέρια του, άρχισε να τσιρίζει και να χτυπιέται λες και το χε πιάσει να το πνίξει. Είχε μαζευτεί κόσμος, ειπώθηκαν κάποιες κουβέντες αστήρικτες, πήγαν να του ρίξουν λάσπη πως ήθελε να επωφεληθεί για να πασπατέψει το κοριτσάκι. Από τότε δεν είχε ξαναπατήσει. Ο κόσμος είχε πολλή βρωμιά και πολλή κακία μέσα του. Έψαχνε πάντα την ευκαιρία να δείξει το άγριο, διψασμένο για εκδίκηση πρόσωπό του, σε όποιον τύχαινε να βρεθεί στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Χαμογέλασε με αγαλλίαση όταν είδε από μακριά την Κέλυ να κάθεται σε εκείνο το ίδιο παγκάκι.
   «Το ξερα πως θα σε βρω εδώ», ξάφνιασε τον εαυτό του με την παράξενη παραδοχή του.
   «Το ξερα πως θα ρθεις», απάντησε κι εκείνη κι εντελώς ξαφνικά και ταυτόχρονα κατάλαβαν και οι δύο από πού ήξεραν ο ένας τον άλλο.
   «Το ίδιο παγκάκι που καθόμουν και τότε», έκατσε δίπλα της και κοίταξε το δρομάκι πιο πέρα, λες και το μηχανάκι θα ταν ακόμη εκεί κι η Κέλυ πεσμένη στο χώμα θα τον περίμενε να πάει να τη σηκώσει.
   «Μερικές φορές μας κυνηγάνε κάτι παράξενες συμπτώσεις στη ζωή μας», μουρμούρισε σαν να μιλούσε στον εαυτό της εκείνη και ακούμπησε εμπιστευτικά το κεφάλι της στον ώμο του.
   Της είπε τι είχε γίνει με τη Μαργαρίτα, όσα της είχε αποκαλύψει και την είχαν κάνει να φύγει χωρίς δεύτερη σκέψη. Για την οικογένεια που παράτησε, τον γάμο που δεν ήταν ποτέ γάμος, την κόρη που κάθε μέρα αναρωτιόταν αν ήταν όντως δική του, τις τύψεις που τον φαρμάκωναν μια ζωή. Του αποκάλυψε και η Κέλυ το ανήθικο μυστικό της γέννησής της, τις συνεχείς μετακομίσεις όσο ήταν παιδί για να μην εκθέσουν την ανισσόροπη οικογένεια, το ψυχικό τραύμα που της είχε αφήσει η ασέλγεια του παππού και πατέρα της, τη σχέση αγάπης και μίσους με την άβουλη και διαταραγμένη μάνα της.
   «Είμαστε για ψυχίατρο και οι δύο», προσπάθησε να αστειευτεί ο Νότης, αλλά δεν ήταν αστείο.
   Ήτανε σαν κούκλες που τις είχαν πρώτα διαμελίσει κι ύστερα τις είχαν συναρμολογήσει στραβά, με τις ψυχές τους να χωλαίνουν παραμορφωμένες κι άσχημες. Με την ομορφιά τους κρυμμένη πολύ βαθιά, εκεί που δεν μπορούσε να τη δει σχεδόν κανείς. Όμως όταν ο Νότης κοιτούσε την Κέλυ μπορούσε μέσα της να δει την αθώα δωδεκάχρονη Αγγελικούλα, κι όταν εκείνη τον κοιτούσε μπορούσε να δει τον γεμάτο όνειρα δεκαεφτάχρονο Επαμεινώντα.
   Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκαν αγκαλιά. Όχι σαν άντρας με γυναίκα, είχαν πολύ δρόμο ακόμα για να μπορέσουν χωρίς φόβο να φτάσουν εκεί. Κοιμήθηκαν σαν δυο ορφανά που επιτέλους είχαν βρει το ένα το άλλο για συντροφιά. Σαν δυο γατιά κουβαριασμένα πάνω στο ίδιο μάλλινο κουρέλι. Ήτανε μια αρχή κι αυτή. Κάτι να πατήσουν πάνω του για να ξεκινήσουν να γιατρεύουν αρρώστιες και να επουλώνουν πληγές. Κι ίσως κάποια μέρα να τα κατάφερναν, να άγγιζαν την ευτυχία που τους ξέφευγε, να μάθαιναν επιτέλους τη γεύση της, έστω για λίγο. Γιατί όσο βαριές κι αν είναι, όλες οι αμαρτίες συγχωρούνται. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς.
   ....
   Μετά από τόσες μέρες επιτέλους την είχε πάρει τηλέφωνο η κόρη της, η Αγγελική. Της είχε πει πως ήτανε καλά, είχε βρει απογευματινή δουλειά κοντά στη σχολή της κι είχε γνωρίσει και κάποιον που της άρεσε και της φερόταν με σεβασμό και τρυφερότητα. Θα ερχόταν να την επισκεφτεί κάποια από εκείνες τις μέρες. Ίσως να έφερνε και τον Νότη να της τον γνωρίσει.
   «Ας μη βιαστείτε, χρυσό μου, έχουμε καιρό για αυτά», προσπάθησε να κρύψει την τρεμούλα της η Όλγα κι έκλεισε το τηλέφωνο στέλνοντας στην κόρη της ένα φιλί.
   Δεν τα περίμενε εκείνα τα δάκρυα, ειδικά μετά από τόσα χρόνια. Τόσο μεγάλα λάθη. Αμαρτίες που έπρεπε κάποτε να σταματήσουν να πληρώνονται. Χρέη που έπρεπε κάποτε να ξοφληθούν. Έβγαλε το συρτάρι του κομοδίνου και ξεκαρφίτσωσε από το κάτω μέρος του έναν παλιό κιτρινισμένο φάκελο. Μέσα είχε  μια παλιά φωτογραφία. Ήταν το μόνο που είχε απομείνει από το παρελθόν της. Όλα τα άλλα τα είχε σβήσει, ακόμη και το όνομά της. Ακόμη κι η κόρη της η ίδια την ήξερε σαν Φωτεινή κι όχι σαν Όλγα. Τα χέρια της έτρεμαν. Μια φωτογραφία γάμου. Μια παρωδία, σαν αποτυχημένη παιδική παράσταση, μια συνωμοτική αντίπραξη για να καλυφτούν ακατονόμαστες πράξεις βίας κι αποσιώπησης της αλήθειας. Έκατσε στο κρεβάτι και έβγαλε από το πακέτο της ένα τσιγάρο. Το ρούφηξε καίγοντάς το ως τη μέση με μιας, κι ύστερα άναψε με τον αναπτήρα της τη μια γωνίτσα της φωτογραφίας και την άφησε μέσα στο τασάκι να καεί, ώσπου δεν απέμεινε παρά μοναχά μια σωρός στάχτης. Έτσι έπρεπε να γίνει. Το ψέμα  έπρεπε να καεί, για να γλιτώσουν το κάψιμο οι καρδιές τους. Αρκετό κακό είχαν σπείρει, κι εκείνη κι ο εγκληματικός πατέρας της. Τώρα ήταν η ευκαιρία της να τα διορθώσει όλα, να εξιλεωθεί, να τον συγχωρέσει κι εκείνον και τον εαυτό της. Τώρα πια, όσο βαριές κι αν ήταν οι αμαρτίες της, θα μπορούσε να ξαναγίνει κι εκείνη άνθρωπος...

ΤΕΛΟΣ   

Τ.Η.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια