Subscribe Us

Advertisement

Η ερωμένη του Κθούλου



  «Γαμώ τα πρέκια του ουρανού! », ξεφύσηξε με σφιγμένα δόντια κι έτρεξε κάτω από ένα υπόστεγο για να αποφύγει το απότομο μπουρίνι.

   Από νωρίς έδειχνε μουντός ο καιρός, κι ο ουρανός ήταν βαρύς και σκοτεινός σαν τη διάθεσή του. Σε άλλη περίπτωση δεν θα τον ένοιαζε, μα σήμερα όλα ήταν πιεστικά και τον έπνιγαν.

   Είχε φύγει απ τη δουλειά αργά σήμερα, τρέχοντας να προλάβει το λεωφορείο –αρνούμενος να αποδεχτεί πως πάντα το έχανε-  για να κατέβει τρεις στάσεις πιο κάτω στο περιοδικό που είχε να δώσει το τελευταίο μελάνι για το story board  «Η ερωμένη του Κθούλου». Για αυτό και κουβαλούσε τον φορητό υπολογιστή μαζί, και γι αυτό καθόταν σαν κότα τώρα κάτω από το υπόστεγο του κλειστού Γυμναστηρίου και περίμενε να κοπάσει η ξαφνική μπόρα.
  
   Είχε σκοτεινιάσει απότομα, ψυχή δεν κυκλοφορούσε. Του φάνηκε πως είδε μια μορφή στο βάθος του δρόμου, να χοροπηδάει με τα χέρια ανοιχτά. Έσιαξε τα γυαλιά στη μύτη του, λες κι έτσι θα έβλεπε καλύτερα. «Τι σκατά;» μουρμούρισε. Η μορφή είχε κατεβάσει τα παντελόνια και έμοιαζε... ναι, κατούραγε στη μέση του δρόμου! Προσπάθησε να κοιτάξει αλλού, αλλά η κοπέλα τον είχε δει και πλησίαζε βιαστικά.

   «Έχεις ένα τσιγάρο;» τον ρώτησε θρασύτατα, παρόλο που θα πρέπει να ήταν στην ηλικία της κόρης του.

   «Δεν καπνίζω», είπε κουνώντας το κεφάλι του, και η φωνή του του φάνηκε φοβισμένη.

   Για κάποιον δικό της αναρχικό λόγο, η φαντασία του είχε αποφασίσει πως αυτή η περίεργη μικρή έμοιαζε τρομερά με την ερωμένη του Κθούλου. Ξεροκατάπιε. Πρέπει να «μυρίστηκε» τον φόβο ή την έξαψή του –αυτά πάντα πήγαιναν παρέα στον Παύλο-, και τον κοίταξε ερευνητικά από κάτω μέχρι πάνω. Φτηνά πάνινα παπούτσια, ξεθωριασμένο παλιομοδίτικο τζιν, λάπτοπ στο χέρι, φούτερ με ξεφτισμένες άκρες στα μανίκια.... Αδιάφορος έως εδώ. Όμως το βλέμμα του, κάτι απροσδιόριστο στα λυπημένα του μάτια, σαν αλαφιασμένου πουλιού που γνωρίζει πως θα πεθάνει στα δόντια της γάτας... αυτό την αιχμαλώτισε.

   «Για να σε δω εσένα», τον πλησίασε και του έβγαλε τα γυαλιά με μια κίνηση απαλή μα αποφασιστική.

   Το χέρι της του χάιδεψε το πρόσωπο, κι αυτό που τον έκανε να μην αντιδράσει καθόλου ήταν πως τον άγγιζε σαν να ταν τυφλή, σαν να μην μπορούσε να τον δει με τα μάτια της και να τον ψηλαφούσε με τα δάχτυλα. Ζητιάνεψε και πήρε πίσω τα γυαλιά του, κι όταν τα πάρκαρε ξανά στη γνωστή λακουβίτσα στη μύτη του το κορίτσι σήκωσε το ανάστημά του και τον φίλησε στο στόμα αχόρταγα.

   Παραδόθηκε χωρίς σκέψη στην λαγνεία των είκοσι χρόνων της, κι εκείνη τον κύλησε στα βρεγμένα πλακάκια και τον πήδηξε παθιασμένα, ενώ αστραπόβροντα έσκιζαν με ζήλεια τον υγρό ουρανό. Σε λίγο την άκουσε να στενάζει κοφτά και σαν να είχε άξαφνα ανάψει το πράσινο φως το σπέρμα του σπινιάρισε στη στροφή και γκάζωσε στην άγνωστη λεωφόρο με λύσσα. Μέχρι να συνέλθει από τους σπασμούς του οργασμού το κορίτσι είχε ντυθεί κι έσιαζε με παράλογη τυπικότητα τα μαλλιά της. Έφυγε χωρίς να γυρίσει καν να τον κοιτάξει ξανά, χοροπηδώντας σε λίγο πάλι μέσα στη βροχή που είχε κοπάσει. Το μόνο που του είχε αφήσει ήταν ένα γκροτέσκο, γεμάτο νόημα χαμόγελο στα χείλη, που τον ακολουθούσε σε όλη του την υπόλοιπη ζωή...

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια