Ονειροφάη
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΟΝΕΙΡΟΣΟΦΟΣ
  • ΟΝΕΙΡΟΒΑΣΙΕΣ
    • ΟΝΕΙΡΟΒΑΣΙΕΣ
      • ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΟΝΕΙΡΟΒΑΣΙΕΣ
  • ΟΝΕΙΡΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
  • ΟΝΕΙΡΟΦΑΓΕΙΟ
  • ΟΝΕΙΡΟΦΑΗ
  • ΟΝΕΙΡΟΦΑΗ Η ΔΡΙΜΥΤΕΡΗ (DREAMEATER)
  • ΟΝΕΙΡΟΦΑΗ ΚΑI ΗΜΙΘΑΝΑΤΟΣ



Παρασκευή βράδυ, καμία προγραμματισμένη κοινωνική υποχρέωση. Ο κύριος και η κυρία Φράνσις πέφτουν για ύπνο νωρίς.
Θα σε πείραζε αγάπη μου να ανάψω λίγο την τηλεόραση; ρωτάει όπως πάντα ευγενικά ο κύριος Φράνσις έχοντας ήδη πατήσει το κουμπί στο τηλεκοντρόλ.
Θα βάλω τον ήχο χαμηλά, απολογείται.
Η κυρία Φράνσις απαντά με τη συνήθη της έκφραση.
Όπως νομίζεις, Έντουαρντ...

Απόγευμα Σαββάτου, ο κύριος και η κυρία Φράνσις παίρνουν ένα απεριτίφ στο σαλόνι.
Θα σε πείραζε αγάπη μου να ανάψω ένα πούρο; ρωτάει όπως πάντα ευγενέστατα ο κύριος Φράνσις, έχοντας ήδη κόψει την άκρη του πούρου του.
Θα φυσάω τον καπνό μακριά σου και θα ανοίξω λιγάκι και το παράθυρο, απολογείται.
Η κυρία Φράνσις απαντά με τη συνηθισμένη της φράση.
Όπως νομίζεις, Έντουαρντ...

Κυριακή μεσημέρι, η κυρία Φράνσις έχει ετοιμάσει ένα πλούσιο γεύμα με κρέας.
Θα σε πείραζε αγάπη μου να τρώγαμε λίγο αργότερα; ρωτάει όπως πάντα ευγενέστατα ο κύριος Φράνσις.
Λέω να πάρω ένα τηλέφωνο τη μητέρα Φράνσις στην επαρχεία, έχουμε μέρες να μιλήσουμε, συνεχίζει σηκώνοντας το ακουστικό του τηλεφώνου.
Δεν θα μιλήσω πολύ, απολογείται.
Η κυρία Φράνσις απαντά όπως συνήθως.
Φυσικά, όπως νομίζεις Έντουαρντ...

Μία ώρα αργότερα, ο κύριος και η κυρία Φράνσις κάθονται στο τραπέζι και αρχίζουν το γεύμα τους.
Υπέροχο το κρέας αγάπη μου, αν και το άφησες λίγο να κρυώσει. Δεν έχει σημασία, ωστόσο, συμπληρώνει ευγενέστατα ο κύριος Φράνσις, για εμένα ότι κάνεις είναι τέλειο.
Ω! αγάπη μου, χαμογελά συγκινημένη η κυρία Φράνσις.
Ελπίζω να μη σε πειράζει που έβαλα δηλητήριο στο πιάτο σου. Είναι εντελώς άγευστο και ανώδυνο μου είπαν, απολογείται. 
Πήρα το θάρρος να στείλω και λίγο στην μητέρα Φράνσις. Αν διαφωνείς πες μου, αγάπη μου.
Ο κύριος Φράνσις πέφτει νεκρός μέσα στο πιάτο του.
Ήμουν σίγουρη πως δεν θα είχες αντίρρηση, αγάπη μου, χαμογελά η κυρία Φράνσις και συνεχίζει ατάραχη το γεύμα της....

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου
0
Share


Χίλιες φορές κατάλαβα το σύμπαν
χίλιες και μία το λησμόνησα.
Καλά που δεν θυμάμαι καν τη μία,
γιατί θα έπρεπε να αφεθώ στο τίποτα αναντίρρητα.

Φρικτή παραδοχή το να ξεχνάς
την ίδια την ουσία του μυαλού σου
να ανέχεσαι να ζεις γυμνός, λειψός,
δίχως την σκέψη την υπέροχη, που σε άφησε.

Κουτσό σκυλί που ζει χωρίς ποδάρι
με μόνο την αχνή ανάμνηση του άκρου του
αυτό ειν ο ποιητής κάθε ξημέρωμα
που αποχωρίζεται τα θαύματα του ονείρου.

Μακάρι να υπήρχε κάποιο βάλσαμο
και δηλητήριο ακόμα, δεν πειράζει
που να με άφηνε να ξέρω αυτά που ήξερα
αυτά που έμαθα αργά εχθές το βράδυ


Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου
0
Share

 

Μάνα σκληρή, αναίσθητη, που το παιδί σου κλαίει
Γιατί δεν πας να του σταθείς, δεν πας να του μιλήσεις;
Του μίλησα προτού κλαφτεί, του μίλησα πριν πέσει
Τώρα θα πάω και θα γελώ για το κατόρθωμά του

Σκύλλα κακιά του κερατά, πες μου, καρδιά δεν έχεις;
Έχω καρδιά κι είναι καλή, μα δε χωρά μωρούδια
Τι ειν το παιδί μου πιο ακριβό κι απ την στερνή μου ανάσα
Και δεν το θέλω δύσμοιρο, ούτε συφοριασμένο

Το θέλω να ναι δυνατό, σκληρότερο απ την πέτρα
πιο αλαφρό απ το σύννεφο και πιο ψηλό από μένα
Κι αν του γελάσω μια και δυο, κι αν το γιατροπονέσω
Δεν του στερώ τα κίνητρα να σηκωθεί από μόνο;

Θα κλάψω πριν να γεννηθεί, θα κλάψω αν μ αποθάνει
μα στη ζωή του δε θα δει τη μάνα του να κλαίει
Ελλάδα μου μανούλα μου, έπεσα και πονάω
γίνε κακιά και δώσε μου δύναμη για να αντέξω.

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου

28-1-2019

0
Share


Σφίγκεις τα δόντια. Τα βλέφαρά σου τρεμοπαίζουν νευρικά από την ένταση, η μύτη σου τσούζει από την υπερπροσπάθεια να συγκρατήσεις τα δάκρυα. "Άχρηστε! Τεμπέλη! Τι θα πει δεν έχεις δουλειά; τι θα πει δεν μπορείς; αν ήθελες θα είχες, απλά δε θέλεις να βρεις. Παράσιτο, που μου φορτώθηκες εδώ μέσα και νομίζεις πως θα σε ζω εγώ!" Το στόμα σου ανοίγει σε ένα βουβό ουρλιαχτό, λες και θα χωρέσεις μέσα του να φας όλη τη φρίκη, όλο τον πόνο, όλη την απόγνωση. Κλείνεις πάλι τα σαγόνια με λύσσα, τα δόντια τρίζουν και τα δάκρυα κυλάνε ορμητικά, καυστικά, σαν να χουνε οξύ μέσα τους. Λερώνεις τα ρούχα σου με μύξες και δάκρυα. Ποτέ δεν προλαβαίνουν να στεγνώσουν εντελώς αυτά τα δάκρυα. Και άλλα ρούχα δεν έχεις να φορέσεις. Δεν μπορείς να έχεις. ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΕΧΕΙΣ! Ποτέ δεν προλαβαίνει να σε δει κάποιος να κλαις. Γιατί φίλους δεν έχεις, δεν μπορείς να έχεις, ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΕΧΕΙΣ.

Γιατί μέσα σου είσαι πεπεισμένος πως είσαι ένας Άχρηστος, ένας Τεμπέλης, ένας που αν ήθελε θα είχε ζωή, όμως απλά δε θέλει να ζει....

Σου διαφεύγει όμως πως οι νεκροί δεν κλαίνε. Ούτε οι πειθήνιοι υποταγμένοι. 

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου
0
Share



Βελόνι, μελάνι, σκαρπέλο, χορός και γραφίδα

μια κίνηση όλο σκαλίσματα σαν αλυσίδα

υφαίνεις με κόμπους τη φύση, πανίδα, χλωρίδα.

Πανέμορφα φράκταλ συσπώνται σαν άγια μοτίβα

ανάμεσα γη κεκαμμένη, στρατί του Αννίβα.

Εχθροί περιμένουν κρυμμένοι να πάρουν τη Θήβα.



Γυρίζεις τα πίσω, ξεπλέκεις και σβήνεις- αγάντα!

ακίνητη μένεις και να!- ξαναρχίζουν τα πάντα.

Τ.Η. 13/5/2017
0
Share

Ο Χάρος είχε σήμερα να εξετάσει μόνο τρεις - τέσσερις ανθρώπους, οπότε σήκωσε τα μανίκια του, καθάρισε το λαιμό του και προχώρησε ανυπόμονα στην εργασία του. Ο πρώτος του ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας, ξερακιανός αλλά καλοστεκούμενος.
- Τι έχετε να δηλώσετε; ρώτησε ο Χάρος τυπικά, μη βλέποντας κάτι αξιόλογο στον γέρο.
- Είχα μια καλή ζωή, πέρασα καλά, αγάπησα τη γυναίκα μου, με αγάπησε κι αυτή. Να, είναι κρίμα να την αφήσω μόνη της τώρα στα γεράματα. Σε παρακαλώ, χάρισέ μου τη ζωή για έναν χρόνο ακόμα!
Ο Χάρος έκανε μια στραβή γκριμάτσα περίσκεψης, ακούμπησε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του γέρου κι ο γέρος πέθανε.
Η δεύτερη ήταν μια σχετικά νέα, πολύ γοητευτική γυναίκα, ντυμένη προκλητικά και βαμμένη υπέροχα.
- Τι έχετε να δηλώσετε; ρώτησε ο Χάρος κοντανασαίνοντας, έχοντας ήδη αρχίσει να κάνει ανήθικες σκέψεις για την μελλοθάνατη κυρία.
- Είμαι αθάνατη, είμαι ντίβα, όλος ο κόσμος με ξέρει και με αγαπά, οι άντρες αυτοκτονούν για χάρη μου και οι γυναίκες με ζηλεύουν. Έχω τόσα πλούτη που θα μπορούσα να σε δωροδοκήσω να με αφήσεις στη γη για άλλα εκατό χρόνια... και με μια ναζιάρα κίνηση κόλλησε τους γοφούς της πάνω στο μαύρο χιτώνα του.
Ο Χάρος ξερόγλυψε τα χείλη του και ακούμπησε το χέρι του πάνω στα καλοχτενισμένα βαμμένα μαλλιά της γυναίκας, κι αυτή αμέσως πέθανε. Ο τρίτος ήταν ένας νεαρός με ξυρισμένο κρανίο και πολλά τατουάζ.
- Τι έχετε να δηλώσετε; ρώτησε ο Χάρος ξεροκαταπίνοντας, καθώς παρατήρησε το μεγάλο σουγιά που κρατούσε στο χέρι του ο νέος.
- Πίσω και σε έσφαξα, καθίκι! εμένα δε θα με πάρεις μαζί σου, γουστάρω πολύ και θα γουστάρω για πάντα, κατάλαβες;  αναφώνησε ο νέος κι έκανε να μαχαιρώσει το Χάρο. Του ξέφυγε με μια ευέλικτη κίνηση και τον ακούμπησε στο κεφάλι, κι εκείνος αμέσως πέθανε.

Ουφ, τελείωσα, σκέφτηκε ο Χάρος, αυτοί οι παλαβοί μου φτάνουν για τώρα, ας πάω να ησυχάσω, να επισκεφτώ και τους νέους μου ενοίκους.
Στην άκρη άκρη της αίθουσας όμως στεκόταν με ένα μπαστούνι μια κακομούτσουνη κυρά. Τα μαλλιά της ήταν αραιά και τα πόδια της τόσο στραβά που του Χάρου του θύμησαν κατσίκα.  Σταυροκοπήθηκε και πλησίασε με μια κάποια ανησυχία.
- Τι έχετε να δηλώσετε; ρώτησε με έναν περίεργο σεβασμό.
Βλέπω την έχεις μάθει καλά τη δουλειά, παιδί μου, του είπε χαμογελώντας η κατσικοπόδαρη. Ο Χάρος ταράχτηκε κι ένοιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά.
-Έλα, μην μου πεις πως δε θυμάσαι τη γριά μάνα σου, του χαμογέλασε με φαφούτικο στόμα η σαραβαλιασμένη γυναίκα. Ο Χάρος άνοιξε το στόμα του έκπληκτος, παλεύοντας να θυμηθεί την παλιότερη ζωή του.
- Έλα, μη στεναχωριέσαι, εγώ πάντα σε αγαπώ, γιέ μου, κι ας με ξέχασες, σήκωσε η γυναίκα το χέρι και τον χάιδεψε στο κεφάλι. Κι ο Χάρος πέθανε.

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου
0
Share


Ανασεμιά μου τρίσβαθη
της παιδοσύνης μνήμη
όπού βλεπές τα, ζωντανά
κάθε γκρεμό και κρήνη
κάθε σοκάκι σκοτεινό
το λόγιαζες για δρόμο
και μιαν αυλήν ολάνθιστη
για μυθικό σου κόσμο
πού πήγες και κοιμήθηκες
τριάντα τόσα χρόνια
για δεν ξυπνάς για να μου πεις
πως με θυμάσαι ακόμα;

Τραβώ τους δρόμους σκεφτική
τυφλή περνώ γεφύρια
πού χάθηκαν τα γιασεμιά,
κλείσαν τα παραθύρια;
Για δεν ορμάτε αερικά
των παιδικών μου χρόνων
να καθαρίσ'τε παστρικά
τη λάσπη των αιώνων;
Μονάχη μένω απάνθρωπη
κομμένη απ το σκοπό μου
κακό παιχνίδι έπαιξα
στον παιδικό εαυτό μου.

Τ. Η. 4/5/2017
0
Share


Έχω μια άγκυρα στου νου μου την άκρη

την πετώ στης γαλήνης τα μάκρη

κι αν βροντά κι αν ταράζεται ο νους μου

πάντα αυτή ξεγελά τους εχθρούς μου.

Την τραβώ και πηγαίνω πιο πέρα

την φυλάω σαν άγια φοβέρα

κι αν μου σπάσει μια μέρα δεν ξέρω

μέχρι που θα με πάει το κύμα.

Θα με χάσουν κι οι φίλοι κι οι εχθροί μου

και κενό θα απομείνει το μνήμα

σαν την κούνια μωρού που η ανάσα

η πρώτη ήταν στερνή του- Τι κρίμα!

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου
0
Share
Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα

Η ερωμένη του Κθούλου

Ετικέτες

  • ΟΝΕΙΡΟΒΑΣΙΕΣ
  • ΟΝΕΙΡΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
  • ΟΝΕΙΡΟΣΟΦΟΣ
  • ΟΝΕΙΡΟΦΑΓΕΙΟ
  • ΟΝΕΙΡΟΦΑΗ Η ΔΡΙΜΥΤΕΡΗ (DREAMEATER)
  • ΟΝΕΙΡΟΦΑΗ ΚΑΙ ΗΜΙΘΑΝΑΤΟΣ
  • ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΟΝΕΙΡΟΒΑΣΙΕΣ
  • ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Η λίστα ιστολογίων μου

  • Μαγισσοπήγαδο
    Μπορεί και να μη θέλω - Μάνα σκληρή, αναίσθητη, που το παιδί σου κλαίει Γιατί δεν πας να του σταθείς, δεν πας να του μιλήσεις; Του μίλησα προτού κλαφτεί, του μίλησα πριν πέσει...
  • ΕΦΗΜΕΡΟΠΤΕΡΑ
    Η μπομπότα - Το καλαμποκόψωμο και το πατατόψωμο είναι πιο υγιή και πιο θρεπτικά από το σιταρόψωμο! Το ψωμί μας πρέπει να έχει μικρούς πόρους, ως καθόλου. Το ψωμί πρέ...
Copyright © 2015 Ονειροφάη

Created By ThemeXpose | Distributed By Gooyaabi Templates