Subscribe Us

Advertisement

Πατήρ, Υιός και Άγιο Ψέμα- Άγιος και Άνασσα



    »Ήμουν ο Άγιος, και σύντροφός μου ήταν η Άνασσα. Ήμασταν ένα και  η γνώση μας, απλή και σίγουρη, για αιώνες ολόκληρους σταμάταγε εκεί, πως μαζί θα μέναμε για πάντα. Ποτέ δεν ψάξαμε το πώς ή το γιατί, ήτανε κάτι δεδομένο, όπως το ότι λάμπουνε τα αστέρια. Εωσφόρους, έτσι αποκαλούσαμε το είδος μας.
      Κυριολεκτώντας ήμασταν δύο  σε σάρκα μία, αν μπορείς να αποκαλέσεις σάρκα την συγκέντρωση ενέργειας που χαρακτηρίζει τους εωσφόρους. Δύο άτομα που ενώνονταν, γίνονταν ένα νέο διπλό ον, σαν σιαμαία αδέλφια, χωρίς όμως καμία λειτουργική δυσχέρεια, αλλά χωρίς να υπάρχει και δυνατότητα ούτε και λόγος διαχωρισμού. Τουλάχιστον έτσι πιστεύαμε.
     Ήμασταν το τελευταίο ζευγάρι, τελευταίο από όλα τα ζευγάρια. Όλα τα υπόλοιπα, μέσα σε ποταμούς αιωνιότητας είχαν τόσο συγχωνευτεί που δεν ήταν πια καθόλου δύο, μα είχαν γίνει εντελώς ένα. Όντα ουδέτερα και αιώνια, και στείρα. Δεν ξέρω πως πείστηκα ότι θα ήταν για το καλό μας αν καταφέρναμε να διαχωριστούμε εγώ κι εκείνη. Μας έκανα πειραματόζωα. Δεν της άρεσε η ιδέα αλλά με εμπιστεύτηκε. Και μας κατάστρεψα.
     Μας χώρισα, τελικά. Για να το κάνω όμως την διέσπασα σε τόσο μικρά κομμάτια που δεν είχε πια υπόσταση. Δεν μπορούσα να την ξαναφέρω πίσω. Οι υπόλοιποι συνέχισαν τα πειράματα για την «σωτηρία» του είδους, μα εγώ έμεινα κουρελιασμένος, μισός, μόνος. Συντρίμμια. Ψηφίδες.      
     Όταν δημιούργησαν εσάς, τους παππούδες σας, πρώτα το θηλυκό και μετά το αρσενικό, ήταν γι αυτούς η απόλυτη επιτυχία. Σας λάτρεψαν, σας έκαναν θεούς τους και σκλάβους τους. Ήσασταν υποχείριά τους, μηχανές, μέσα από εσάς θα ζούσαν κι αυτοί μια ζωή σε προσομοίωση. Και γεννώντας παιδιά, θα τους παρείχατε ένα κορμί για τον καθένα.  Εθίστηκαν όλοι τους στη νέα αυτή προσδοκία. Όλοι εκτός από εμένα.   
    Δεν είχα λόγο να θέλω να ζω πια, όχι χωρίς εκείνη. Είχα φυλάξει τα θρύψαλα της ύπαρξής  της, σαν ιερά κειμήλια μέσα σε έναν τύμβο, όπου με είχα κλείσει ζωντανό. Κρατούσα τα κομμάτια της και θρηνούσα το χαμό της. Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτό, όμως σιγά σιγά κάτι άλλαξε μέσα μου, ξύπνησα νιώθοντας μίσος και ζήλια για όλους. Ίσως κάποιου είδους τρέλα να με οδήγησε, και πρόδωσα το ίδιο μου το γένος. Το έκανα για μένα, όχι για εσάς! Δεν είμαι τόσο καλός όσο σας έχω αφήσει να νομίζετε. Έφτιαξα ένα σώμα ανθρώπινο για μένα, να το χω μάσκα και κελί μου. Και εμφύσησα τα απομεινάρια της αγάπης μου στους προγόνους σας, τους πρώτους του γένους σας. Έτσι θα ζούσε μέσα από σας, και θα μπορούσα να την έχω κατά κάποιον τρόπο ξανά κοντά μου.
    Πέτυχα αυτό που ήθελα. Η Άνασσα σας έδωσε την σκέψη της, την ελεύθερη βούληση και τη δημιουργικότητά της. Κάθε ένας από εσάς την έχει μέσα του. Και περισσότερο από όλους τους... ΕΣΥ!« 
  
    Η Ονειροφάη τινάχτηκε έντρομη και η ανάγκη της να απομακρυνθεί την μετέφερε απαστράπτουσα μέσα στο μισοσκόταδο ψηλά στον ουρανό. Τρόμαξε ακόμα περισσότερο όταν αναρωτήθηκε που είχε αφήσει το σώμα της. Ήταν μοναχά φως! Και τότε τον είδε, όπως δεν τον είχε δει ξανά. Σαν έκρηξη φωτός, σαν άστρο στη γη, σαν καιόμενη βάτο, και κατάλαβε ότι ήταν ακριβώς ίδιοι. Ένιωσε μια ακατανίκητη έλξη, κάτι την τραβούσε σχεδόν με τη βία κοντά του. Για λίγες στιγμές μόνο ξύπνησε η Άνασσα μέσα της όσο πιο ολόκληρη είχε υπάρξει τους τελευταίους αιώνες, κι έγειρε και ένωσε το φως της με το φως του.
   «Με ένα φιλί μου σ ανασταίνω! Σε απαλλάσσω, σε αποτάσσω, σε βαφτίζω ελεύθερο!»
   Μετά ήταν ξανά η Ονειροφάη μονάχα, και στεκόταν ένα βήμα μόλις μακριά από τον Έρωτα. Εκείνος δεν είχε κουνηθεί καθόλου απ τη θέση του. Είδε ένα δάκρυ να κυλάει στα μάτια του, και μια παράλογη βεβαιότητα την έπεισε πως ήταν το τελευταίο ανθρώπινο δάκρυ που είχε απομείνει στα μάτια του.
   «Μη φοβάσαι», την καθησύχασε χαμηλή η φωνή του. «Δεν σε θέλω για μένα. Άλλος έχει πάρει από καιρό αυτό το δώρο πια», είπε ψιθυριστά. Ύστερα σηκώθηκε από τη λεία πέτρα που καθόταν κι εξαφανίστηκε μέσα στην μόνη αγκαλιά που ήξερε πως τον χωρούσε, την αγκαλιά της νύχτας.

Πατήρ Υιός και Άγιο Ψέμα, απόσπασμα

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια