Subscribe Us

Advertisement

Ψυχοβρυκόλακας (Νοήμων)




   Το δωμάτιο ήταν κρύο και ανυπόφορα άδειο, με μόνο του έπιπλο ένα μεταλλικό κρεβάτι με άσπρα χοντρά σεντόνια. Ελάχιστο τεχνητό φως έμπαινε από μια χαραμάδα στην πόρτα. Κάποιες φορές ούτε κι αυτό. Ο άντρας  καθόταν στο πάτωμα όπως πάντα, φορώντας ένα ζευγάρι γαλάζιες πυτζάμες και αγκαλιάζοντας τα γόνατά του. Δεν ήταν πάνω από τριάντα, αλλά τα πρόωρα ασπρισμένα μαλλιά του και δυο ρυτίδες έγνοιας ανάμεσα στα φρύδια του τον έκαναν να μοιάζει τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Ούτε που θυμόταν καλά καλά πόσα χρόνια ήταν κλεισμένος εκεί μέσα. Στην πραγματικότητα, μετά από τα χιλιάδες χάπια που τον είχαν αναγκάσει να πάρει, ελάχιστα πια ήταν τα πράγματα που θυμόταν. Θυμόταν ένα μικρό ξανθό κορίτσι να τον φιλάει, κι ένα πέτρινο σπίτι χτισμένο μέσα στα βράχια σε μια ανταριασμένη χιονισμένη όχθη. Δε θυμόταν το σπίτι από μέσα, μα μόνο απέξω. Θυμόταν και κάποιο ζεστό ρόφημα που το μοιραζόταν με το ξανθό κορίτσι. Και μετά ένα αργό πήδημα στο κενό. Όλα τα άλλα ήταν ένα μαύρο σύννεφο. Τις σπάνιες φορές που μια φωτεινή ακτίνα πήγαινε να φανεί πίσω από το σκοτάδι του, ένιωθε ένα τρομερό βουητό να σκίζει το μυαλό του στα δύο και πάλευε να ξαναφέρει το προστατευτικό του σύννεφο πίσω. Ήξερε πως ήξερε να μιλάει, μα όποτε θυμόταν να χε ανοίξει το στόμα του οι άλλοι τον κοιτούσαν με απορία και τρόμο, λες και τους μίλαγε δαιμονισμένα. Καταλάβαινε όλα όσα έλεγαν και τις περισσότερες φορές και όσα δεν έλεγαν. Όλοι τον θεωρούσαν τέρας. Είχε πάψει να τους κοιτάει πια, γιατί ακόμα και το βλέμμα του τους προκαλούσε φόβο και σύγχυση.
   Σήμερα είχε συμβεί κάτι εξαιρετικό. Η ηλικιωμένη νοσοκόμα που του έφερνε συνήθως το φαγητό και τα χάπια του πέντε φορές τη μέρα είχε αντικατασταθεί με μια νεαρή που μόλις είχε πάρει το πτυχίο της νοσηλεύτριας. Ήταν μια όμορφη αφράτη κοπελίτσα με κοντά καστανόξανθα μαλλιά και ρόδινα μάγουλα. Ένιωσε κάπως όταν την είδε, κάπως παράξενα, σαν ζέστη στο αίμα του και οι σφυγμοί του αυξήθηκαν. Κι όταν του μίλησε, παραλίγο να ανοίξει το στόμα του και να της μιλήσει κι αυτός.
   «Πώς είσαι σήμερα;», του χαμογέλασε αληθινά, ψάχνοντας που να ακουμπήσει το δίσκο. Τελικά τον ακούμπησε στο κρεβάτι κι έφυγε χωρίς βιασύνη.
   «Δεινόσαυροι!», μουρμούρισε κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της.
   Της είχε φανεί απαίσιο εκείνο το μισοσκότεινο άδειο δωμάτιο. Μα πώς ήταν δυνατόν εν έτη δύο χιλιάδες να κρατάνε ασθενείς σε τέτοιες συνθήκες; Ήξερε ωστόσο πως ότι και να έλεγε θα ήταν εις βάρος της, οπότε το κατάπιε και συνέχισε τη δουλειά της. Σε δύο ώρες επέστρεψε να πάρει το δίσκο και να του δώσει ένα περίεργο γκρίζο χάπι που δεν το χε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της. Είδε πως είχε φάει ελάχιστα και στεναχωρήθηκε.
   «Δεν πεινούσες πολύ σήμερα, ε;», του έδωσε το χάπι και το κύπελλο με το νερό και τον κοίταξε ίσια μέσα στα γκρίζα μάτια του ανίδεη.
   «Πεινάω
   πεινάω
   φοβάμαι
   ωραία
   νερό
   φοβάμαι
   αίμα
   γρήγορο», την χτύπησε σαν κεραυνός η τρελαμένη σκέψη του μέσα στο μυαλό της, και ξαφνιασμένη έκανε ένα βήμα πίσω κι έψαξε τριγύρω της για κάτι, τι; Κάτι για να εξηγήσει το ανεξήγητο.
   Γύρισε να πάρει το ποτήρι και τον δίσκο και να φύγει, και τον είδε που είχε σκύψει το κεφάλι του στα γόνατα και της άπλωνε το χέρι με το κύπελλο. Η εικόνα την γέμισε λύπηση, αλλά ο φόβος δεν την άφησε να πει τίποτα. Η καρδιά της σφυροκοπούσε ακόμα τρομαγμένη όταν βγήκε στο διάδρομο και παρατώντας το καροτσάκι με τα πλαστικά ποτηράκια, τους άδειους δίσκους και τα φάρμακα, έτρεξε στο δωμάτιο του προσωπικού.
   «Ποιος είναι αυτός στο δεκαεφτά;», ρώτησε τον πιο παλιό νοσηλευτή ανατριχιάζοντας.
   «Α, γνώρισες τον Ψυχοβρυκόλακα;», γέλασε λυπημένα αυτός και ακούμπησε με κατανόηση το χέρι του στον ώμο της.
   «Απλά μην του μιλάς και μην τον κοιτάς και θα είσαι εντάξει».
   «Δηλαδή το έχετε πάθει κι εσείς; Ήταν σαν να...»
   «Σαν να πυροβολούσε το μυαλό σου με λέξεις, ναι. Μου χει συμβεί κι εμένα. Μην πεις τίποτα παρά έξω, θα σε πάρουν για τρελή. Ούτε σε ανώτερους. Τσιμουδιά», την προειδοποίησε ο νοσηλευτής κι έφυγε βιαστικός.
   Η Βιβή ένιωσε μια ισοπεδωτική αγωνία στη σκέψη πως σε λίγες ώρες θα έπρεπε να ξαναμπεί σε εκείνο το δωμάτιο. Και μετά άρχισε να αναρωτιέται αν τον έβγαζαν ποτέ από εκεί μέσα και ο φόβος της έγινε πάλι συμπόνια. Συνεχώς γύρναγε στο μυαλό της η μορφή του με το κεφάλι κρυμμένο ανάμεσα στα γόνατα, μια εικόνα απίστευτης παραίτησης και αυτογνωσίας.
   Το βράδυ στο σπίτι την περίμενε η γιαγιά με χαμόγελο και στρωμένο το τραπέζι. Την αγκάλιασε με στοργή και τη ρώτησε πως είχε πάει η πρώτη μέρα στη δουλειά. Η Βιβή φάνηκε προβληματισμένη, αλλά δεν της είπε τίποτα. Όλο το βράδυ έψαχνε να βρει τρόπο να βοηθήσει εκείνο το δύστυχο αλλόκοτο πλάσμα.
   «Ποιος είσαι; Από πού έρχεσαι;»
   Με αυτό το ερώτημα αποκοιμήθηκε τελικά και στον ύπνο της είδε πως πετούσε πάνω από δάση και βουνά κι αναζητούσε κάποια μακρινή παγωμένη ακτή που δεν βρισκόταν πουθενά.
   Το πρωί ξεκίνησε νωρίτερα για το ΙΨΑ, το Ίδρυμα Ψυχιατρικών Ανιάτων. Η βραδινή βάρδια σχολούσε και η πρωινή ερχόταν κι όπως πάντα εκείνη την ώρα επικρατούσε μια σχετική αναταραχή. Η Βιβή εκμεταλλεύτηκε το πήγαινε έλα των εργαζομένων για να τρυπώσει κρυφά στο γραφείο της προϊσταμένης. Άνοιξε ένα παλιομοδίτικο ντουλάπι αρχειοθέτησης φακέλων και έψαξε βιαστικά ανάμεσα σε ονόματα, ιστορικά και ιδιόχειρες γνωματεύσεις. Δεν κατάφερε τίποτα και απογοητευμένη πήγε να κλείσει το συρτάρι, όταν το μάτι της έπεσε σε έναν φάκελο που δεν είχε ούτε όνομα ούτε στοιχεία, μα φαινόταν πολύ παλιός. Τον άνοιξε με αγωνία και είδε λίγες λέξεις γραμμένες με κόκκινο στυλό.
   «Άρρεν, εκτιμώμενης ηλικίας 28 ετών, με σημάδια πρόωρου γήρατος, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Μετεφέρθη από την Δημόσια Ψυχιατρική Κλινική Πατρών την 12η Ιανουαρίου 1989. Επικίνδυνος. Να φυλάσσεται σε περιβάλλον απομόνωσης. Σε καμία περίπτωση να μην διακοπεί η εγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή». 
   Από κάτω, κάποιος είχε ζωγραφίσει με μολύβι ένα διαβολάκι, είχε γράψει με μικρά άστατα γραμματάκια «ψυχοβρυκόλακας» και τα είχε περικυκλώσει και τα δύο με  αμέτρητα αγγλικά ερωτηματικά. Η Βιβή ανατρίχιασε και ξανάβαλε τον φάκελο στη θέση του. Ένιωθε μια ακατανίκητη  δύναμη να την σπρώχνει ενάντια από τη λογική της στον μυστηριώδη τρόφιμο του δωματίου 17. Ήθελε μια ώρα ακόμα για το πρωινό γάλα και το πρώτο χάπι, αλλά η Βιβή ξεκρέμασε αποφασιστικά την αρμαθιά με τα κλειδιά από τον τοίχο δίπλα από το γραφείο και προχώρησε με προσοχή στην πτέρυγα με τα είκοσι δωμάτια απομόνωσης. Το μόνο που είχε μόνιμο ένοικο ήταν το 17. Ξεκλείδωσε την πόρτα ασφαλείας και μπήκε διστακτικά μέσα. Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι έδειχνε να κοιμάται. Η Βιβή πλησίασε κι άλλο κι αφουγκράστηκε. Κανένας ήχος. Κάτι της ξένισε, ένιωσε μια αδιόρατη ανησυχία και πλησίασε ακόμα λίγο. Και πάγωσε. Ο άντρας είχε τα μάτια του μισάνοιχτα κι ήταν εντελώς ακίνητος, νεκρικά ακίνητος. Προσπάθησε να μείνει ψύχραιμη κι άπλωσε το χέρι να βρει σφυγμό στο λαιμό του. Τίποτα. Ξαναπροσπάθησε. Μηδέν. Ο ασθενής του δωματίου 17 φαινόταν να είναι νεκρός! Βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο και ούτε που ξανακλείδωσε. Λίγα μέτρα πιο κάτω στο διάδρομο έπεσε πάνω στον νοσηλευτή που την είχε προειδοποιήσει χθες κι εκείνος την έπιασε απειλητικά από τους ώμους και τη ρώτησε με βλέμμα αγριεμένο.
   «Τι δουλειά έχεις εδώ τέτοια ώρα;»
   Αμέσως όμως μαλάκωσε και κατέβασε τα χέρια του κοιτάζοντάς την λυπημένα.
   «Μείνε μακριά του, κοπελιά, έχουν τρελαθεί άνθρωποι εξαιτίας του».
   «Είναι νεκρός», ψέλλισε η Βιβή με το σαγόνι της να τρέμει, δείχνοντας με το χέρι της την πόρτα του δωματίου.
   «Σσστ, σώπα. Κλείδωσες την πόρτα;», τη ρώτησε και χωρίς να περιμένει απάντηση πήρε από το χέρι της τα κλειδιά και πήγε και κλείδωσε.
    Ύστερα της έκανε νόημα να κάνει ησυχία, με το δάχτυλο μπροστά στα χείλη του και την έπιασε από το μπράτσο να την οδηγήσει στο κυλικείο. Της έφερε καφέ σε ένα από τα τέσσερα τραπεζάκια. Η Βιβή τον κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό, σαν χαμένη.
   «Είμαι εδώ έντεκα χρόνια, σου λέω, και μετά την κυρά-Χαρίκλεια που πήρες τη θέση της, είμαι ο πιο αρχαίος εδώ μέσα. Τον ψυχοβρυκόλακα τον βρήκα εδώ όταν ήρθα και πάω στοίχημα πως θα τον αφήσω εδώ όταν φύγω», της είπε με μια ανάσα, κι ύστερα έσκυψε πιο κοντά και συνέχισε χαμηλόφωνα.
   «Μέσα σε αυτά τα έντεκα χρόνια τα μάτια μου έχουν δει πολλά. Αν είσαι έξυπνη θα κάνεις κι εσύ το κορόιδο κι όλα θα πάνε καλά. Αλλιώς σε βλέπω σε κάποιο απ τα δωμάτια του μαγαζιού, να του κάνεις παρέα».
   «Μα, αλήθεια...τον είδα. Είναι πεθαμένος», προσπάθησε χωρίς σθένος να τον πείσει και κοίταξε με χαμένο βλέμμα τους αχνούς από το φλιτζάνι της.
   «Δεν μπορώ να σου πω τώρα. Θες να βρεθούμε στο ρεπό σου για καφέ να σου πω;»
   «Ναι, καλά, αύριο», είπε ασυναίσθητα και μετά κατάλαβε πως ο Αναγνώστου της την έπεφτε.
   «Αύριο στις εννιά, στο Velvet», είπε λες και το ήξερε πως η Βιβή έμενε εκεί κοντά και σηκώθηκε από το τραπέζι με ένα χαμόγελο επιτυχίας.
   Την ώρα που έπρεπε να πάει στους ασθενείς τα φλιτζάνια με το γάλα και τα χάπια τους, η Βιβή μάζεψε το κουράγιο της και ξεκίνησε κανονικά. Άφησε το 17 τελευταίο, και έξω από την πόρτα έκλεισε τα μάτια σαν να προσευχόταν.
   «Κάνε θεέ μου να τον βρω στο πάτωμα», δάγκωσε τα χείλη της και μπήκε.
Και πράγματι, ο περίεργος τρόφιμος του κελιού ήταν πάλι, όπως πάντα, καθισμένος στη γωνιά του πάνω στα κρύα πλακάκια, με τα γόνατα λυγισμένα και το κεφάλι κρυμμένο ανάμεσά τους. Η Βιβή ένιωσε ευγνωμοσύνη και συγκίνηση και γονάτισε να ακουμπήσει το πιατάκι με το φλιτζάνι το γάλα και το γκρίζο χάπι μπροστά του. Το πήρε και το ήπιε χωρίς να την κοιτάξει.
   «Είσαι καλά;», τον ρώτησε με συμπάθεια.
Άνοιξε το στόμα του κάτι να πει και το ξανάκλεισε. Η Βιβή πήρε το πιατάκι με το άδειο φλιτζάνι και σηκώθηκε.
«Θα έρθω πάλι το μεσημέρι».
Όλες τις φορές που πήγε στο δωμάτιο 17, ο περίεργος  ένοικος έμοιαζε να είναι στο τσακ να της πει κάτι, μα το μετάνιωνε και σιωπούσε. Το βράδυ στο κρεβάτι της η Βιβή έπιασε τον εαυτό της να λυπάται που αύριο δεν θα πήγαινε στη δουλειά. Κατάλαβε πως μετρούσε νοερά τις ώρες μέχρι την επόμενη φορά που θα ξανάμπαινε σε εκείνο το κρύο άδειο κελί.
   Την επομένη, με τη γιαγιά της να κάνει άνοστα υπονοούμενα για το ραντεβού της, ντύθηκε πολύ απλά, με ένα τζην κι ένα μακό μπλουζάκι και ξεκίνησε για την καφετέρια με τα πόδια. Ο Αναγνώστου την περίμενε ήδη σε ένα τραπεζάκι έξω, πάνω στον πεζόδρομο. Είχε παραγγείλει ουίσκι και παρόλες τις αντιρρήσεις της παρήγγειλε και για αυτήν ένα.
   «Λοιπόν, για πες μου», τον ρώτησε κάποια στιγμή, αφού άκουσε πρώτα ένα σωρό φιλοφρονήσεις και άσχετα σχόλια.
   «Γιατί θες να μάθεις;», την εκνεύρισε με την ερώτησή του, λες κι ο λόγος που είχαν συναντηθεί ήταν για να παίξουν πρέφα κι όχι για να της πει για τον τρόφιμο του 17.
   «Έτσι, απλά, με συναρπάζουν τα μυστήρια, Γιάννη», του χαμογέλασε παίζοντας το παιχνίδι του.
   «Από πού να αρχίσω, κούκλα μου», της έκανε τα γλυκά μάτια ο ερωτύλος νοσηλευτής.
   Είχε ντυθεί λες και θα πήγαινε σε κλαμπ, με τα μαλλιά του κολλημένα από το ζελέ και το άρωμά του να μυρίζει ως την απέναντι μεριά της πλατείας. Ήταν ο γόης του νοσοκομείου και το ήξερε, και επί του παρόντος είχε βάλει στο μάτι να κατακτήσει την είκοσι χρόνια μικρότερή του Βιβή.
   «Από όπου θες», τον ενθάρρυνε εκείνη και μέσα της ένιωσε χυδαία.
   «Είναι ένα τέρας της φύσης. Καταλαβαίνει τις κρυφές σκέψεις σου και μισεί τους πάντες. Λένε πως στο προηγούμενο ίδρυμα που ήταν, έκανε τον ψυχίατρό του να αυτοκτονήσει. Εγώ το πιστεύω. Άμα τον κοιτάς στα μάτια σου μεταδίδει τις σκέψεις του. Είναι φρικιό, σου λέω. Και για να σου πω εμπιστευτικά», έσκυψε τόσο κοντά της που το άρωμά του την έπνιξε, «έντεκα χρόνια που είναι κλεισμένος εκεί μέσα δεν έχει αλλάξει καθόλου. Σαν να μην έχει περάσει μέρα από πάνω του».
   Αυτό το τελευταίο το είπε με εμφανή ζήλεια και έπιασε το χέρι της Βιβής πάνω στο τραπέζι για να εδραιώσει την ανύπαρκτη σχέση τους. Η Βιβή συγκρατήθηκε να μην σηκωθεί να φύγει. Το μυαλό της έτρεχε στην εικόνα του ασθενή 17, να κείτεται νεκροζώντανος πάνω στο νοσοκομειακό κρεβάτι, πεσμένος σε κάποιου είδους ηθελημένο κώμα.
   «Τι είδους χάπια είναι αυτά που του δίνουν;»
   Ο Γιάννης παρερμήνευσε την ερώτησή της κι απαντώντας ότι κατάλαβε, έβγαλε συνωμοτικά μια μικρή πλαστική σακουλίτσα και της την έδωσε κλείνοντάς της το μάτι.
   «Μεγάλη μαστούρα, σου λέω. Την άλλη μέρα δε θυμάσαι ούτε το όνομά σου», γέλασε. 
   Η Βιβή ανατρίχιασε κι ο Γιάννης το πήρε για σημάδι ότι κρύωνε.
   «Θέλεις να μπούμε στο αμάξι μου; είναι άνετο κι έχω ερκοντίσιον».
   «Άλλη φορά, τώρα πρέπει να φύγω. Με περιμένει η γιαγιά μου. Δεν πέφτει για ύπνο αν δεν γυρίσω σπίτι», απολογήθηκε με βεβιασμένο χαμόγελο κι έκανε να σηκωθεί.
   Ο Γιάννης συνέχιζε να της κρατάει το χέρι ενοχλητικά, και την έκανε να ξανακάτσει κάτω με την επόμενη κουβέντα του.
   «Δεν θέλεις να μάθεις πως τον λένε;»
   «Ξέρεις;», ρώτησε η Βιβή με αγωνία.
   «Ίσως και να ξέρω. Αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να σε εμπιστευτώ. Σου λέω, πρόκειται για κυβερνητικό μυστικό».
   Υποπτεύθηκε πως την δούλευε, αλλά δεν ήθελε να το ρισκάρει, οπότε συνέχισε να παίζει το παιχνίδι του.
  «Και γιατί να μη με εμπιστευτείς;», έπεσε σαν χαζή στην παγίδα του.
   «Πάμε στο αμάξι μου, εδώ μπορεί κάποιος να μας ακούσει».
   Η αλήθεια ήταν πως τριγύρω τα τραπεζάκια είχαν γεμίσει, και κάνα δυο αργόσχολοι τους κοιτούσαν ερευνητικά.
   Σηκώθηκαν, πλήρωσαν και πήγαν στο αμάξι, ένα μεγάλο ασημί Φορντ με παράξενες μοντέρνες ζάντες. Το πρώτο της λάθος ήταν που μπήκε στο αυτοκίνητο. Ο Γιάννης σοβαρός οδήγησε για λίγο σε ανηφορικούς δρόμους και σταμάτησε σε μια έρημη αλάνα πάνω στο λόφο, με θέα τα φώτα της πόλης.
   «Και τώρα θα δούμε αν είσαι άξια εμπιστοσύνης», της είπε, και η Βιβή φαντάστηκε πως θα προσπαθούσε να την φιλήσει.
   Αντί γι αυτό, έβγαλε από ένα μικρό κουτάκι στο αυτοκίνητο άλλα δυο από τα γκρίζα χάπια και της έδωσε το ένα κρατώντας το άλλο για τον εαυτό του. Άνοιξε ένα μικρό μπουκαλάκι νερό και το κατάπιε.
   «Δεν μπορώ να σου πω τίποτε άλλο αν δεν το δοκιμάσεις. Είναι αδύνατον να καταλάβεις αυτά που θα σου πω αν δεν νιώσεις σαν αυτόν. Εγώ τον ξέρω καλύτερα από τον καθένα», της πρότεινε το νερό και χαλάρωσε ξαπλώνοντας αναπαυτικά στο μισοκατεβασμένο του κάθισμα.
   Η Βιβή έμεινε για λίγο να τον κοιτάει, κι ύστερα υπερεκτιμώντας την αντοχή της στα ηρεμιστικά, έκανε το δεύτερο λάθος και ήπιε το περίεργο γκρίζο χάπι. Δεν ένιωσε τίποτα τα πρώτα λεπτά. Ο Γιάννης, όπως είχε υποσχεθεί, άρχισε να της λέει αυτά που ήξερε.
   «Έψαξα κι εγώ πριν από σένα. Πολλοί ψάχνουν. Άλλους τους διώχνουν, κάποιοι φεύγουν μόνοι τους, και κάποιοι τρελαίνονται. Ένας έπεσε στη θάλασσα από έναν γκρεμό. Έχω βρει τα ίχνη του τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ναι, σαράντα. Τον πετάνε από τη μια κλινική στην άλλη  
 -χαχαχαχα- σαν μπακάλι».
    «Σαν τι;», ρώτησε χαμογελώντας η Βιβή. Είχε αρχίσει να χάνει τον ειρμό των σκέψεών της, μα προσπάθησε να επικεντρωθεί σε αυτό που ζητούσε, το όνομά του.
   «Τι σαν τι;», την κοίταξε ο Γιάννης μαστουρωμένος.
   «Σαν μπαλάκι νοε-είς. Χαχαχαχα», γέλασε κι εκείνη με τις λέξεις που της έβγαιναν λάθος.
   Ο Γιάννης έβγαλε έξω τη γλώσσα του και αλληθώρισε κι έσκασαν πάλι στα γέλια.
   «Πωωω, σταμούρα», είπε εννοώντας μαστούρα ο Γιάννης κι έκλεισε τα μάτια του.
   Η Βιβή προσπάθησε να θυμηθεί τι ήθελε να ρωτήσει, και μετά βίας άρθρωσε μια πρόταση.
   «Πώς λένε τον;»
   «Νομήων...  Μωνήον...  Νοήμων», γέλασε αργόσυρτα και έπεσε στο κάθισμα ξερός.
   Η Βιβή έπιασε πολύ αργά το κινητό της και στις σημειώσεις κατάφερε μετά από αρκετά λεπτά να γράψει μερικά γράμματα. Ύστερα άρχισε να βαράει ντάγκλες, με το κινητό στο χέρι. Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια της και είδε τον Γιάννη να της έχει σηκώσει το μακό και να της γλύφει τα βυζιά. Δεν μπορούσε να αντιδράσει. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια της, τον είδε να χει κατεβάσει τα παντελόνια του και μέσα από το μποξεράκι να ξεπροβάλει το καβλί του. Το φερμουάρ του παντελονιού της ήταν κατεβασμένο και φαινόταν το άσπρο δαντελωτό βρακί της. Με μια περίεργη κίνηση κατάφερε να ανοίξει την πόρτα της κι έπεσε η μισή έξω από το αμάξι. Ο Γιάννης έπεσε πάνω της και αποκοιμήθηκε με τη μούρη του πάνω στον κώλο της.
   Ξύπνησε πρώτη, από τον κρύο πρωινό αέρα και την αίσθηση της ευσυνειδησίας της. Είδε πως είχε κάνει εμετό πάνω στο χέρι της. Το κινητό της ήταν πεσμένο στο κοκκινόχωμα, λίγα εκατοστά πιο πέρα από την λασπωμένη λιμνούλα. Σκουπίστηκε εκδικητικά πάνω στην υφασμάτινη ταπετσαρία του αυτοκινήτου και ξεπλύθηκε με ένα μπουκαλάκι νερό που βρήκε πεσμένο στο κάθισμά της. Πήρε ύστερα τηλέφωνο τη γιαγιά της και της είπε πως θα πήγαινε κατευθείαν στη δουλειά. Η γιαγιά περιέργως χαχάνισε πονηρά χωρίς ίχνος ανησυχίας, υποθέτοντας πως η μοναχική εγγονούλα της είχε περάσει τη νύχτα με κάποιο πολλά υποσχόμενο φλερτ.
   «Θα σου φτιάξω παστίτσιο, που σου αρέσει», την επιβράβευσε για το αχαλίνωτο ξενύχτι της κι έκλεισε.
   Η Βιβή πήγε στη δουλειά με ταξί και πρόλαβε παρά τρίχα την επίπληξη της προϊσταμένης, που έφτασε ακριβώς πέντε δευτερόλεπτα αργότερα. Δεν την ένοιαζε το τι ώρα θα έφτανε κάποιος από τους υφισταμένους της στη δουλειά, αρκεί να είχε φτάσει πριν από αυτήν. Φόρεσε τη λευκή στολή, πήρε το καροτσάκι της και τα κλειδιά της και ξεκίνησε φουριόζα. Το 17 το άφησε πάλι τελευταίο, και μπαίνοντας είδε τον ασθενή της να την περιμένει όρθιος, σχεδόν πίσω από την πόρτα. Ήταν ψηλός και πολύ αδύνατος, κι είχε το κεφάλι του σκυμμένο με τα μάτια στο πάτωμα.
   «Κλαις;», τον ρώτησε έκπληκτη, κι έκλεισε την πόρτα πίσω της.
   Άφησε το γάλα στο κρεβάτι και τον πλησίασε διστακτικά από πίσω. Η πλάτη του ήταν λίγο γερτή, σαν από κάποιο αβάσταχτο βάρος. Άπλωσε το χέρι της αργά και το ακούμπησε στον ώμο του. Τον ένιωσε να ταράζεται από ρίγη και σιωπηλούς λυγμούς κι η καρδιά της σφίχτηκε από λύπη. Η επήρεια του χαπιού δεν της είχε περάσει εντελώς ακόμα, κι ίσως να ταν και γι αυτό που είχε αυτή την αίσθηση της απόλυτης συγγένειας μαζί του. Το μυαλό της της έλεγε όχι, αλλά τα χέρια της από μόνα τους βρέθηκαν γύρω από το  άσαρκο σκεβρωμένο κορμί του και τον αγκάλιασαν απαλά. Το κεφάλι της ακούμπησε στην πλάτη του, κι άκουσε την καρδιά του να χτυπάει σε τρελό ρυθμό. Η πυτζάμα του μύριζε το απορρυπαντικό της εταιρίας, αλλά το σώμα του από κάτω μύριζε ζέστη και υπόσχεση οικειότητας.
   «Σσσσς, ησύχασε», του είπε χαμηλόφωνα, σαν να μιλούσε σε ένα μωρό.
   Του χάιδεψε τα μακριά κακοκουρεμένα μαλλιά κι ήταν σαν να άγγιζε το πιο λεπτό μετάξι. Τον άκουσε να βαριανασαίνει, μα την δική του αναπνοή ακολουθούσε βαριά και η δική της. Τελικά την συνέφεραν βήματα στο διάδρομο. Ξεκόλλησε έντρομη από πάνω του παίρνοντας βαθιά ανάσα και του έδωσε το φλιτζάνι βιαστικά, αλλά το χάπι το πήρε και το έριξε στην τσέπη της. Τα λευκόχρυσα  κουρτινάκια των μαλλιών του θρόισαν ανεμίζοντας για λίγο, καθώς κατάπιε από συνήθειο το νερουλό γάλα και της έτεινε το ποτήρι. Βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να πει τίποτε άλλο και κοίταξε ερευνητικά γύρω της. Δεν φαινόταν ψυχή.
   Η ζωή της από εκεί και πέρα μετατράπηκε σε μια συνεχή αγωνία. Μετρούσε κάθε λεπτό μέχρι την επόμενη φορά που θα τον έβλεπε και τα βράδια τον ονειρευόταν. Έμενε στο δωμάτιό του όσο περισσότερο της επέτρεπε η κάμερα ασφαλείας, το πολύ πέντε λεπτά δηλαδή, και για να μην εγείρει υποψίες έμενε και σε άλλους νοσηλευόμενους αρκετή ώρα. Έτσι ο χρόνος της ήταν σχεδόν πάντα κατειλημμένος, σε αντίθεση με τους άλλους νοσηλευτές που τελείωναν στα γρήγορα τις υποχρεώσεις τους και άραζαν στο σαλόνι του προσωπικού και στο κυλικείο για καφέ. Της έβγαλαν το παρατσούκλι «η μανούλα», και μέσα σε έναν μήνα είχε αποκτήσει πολύ καλύτερες σχέσεις με τους ασθενείς παρά με τους συναδέλφους της. Ο Γιάννης, μετά από εκείνο το άτυχο βράδυ της φερόταν με τυπική ευγένεια, ίσως από φόβο μην  τον προδώσει, ή ίσως γιατί είχε καταλάβει πως η Βιβή δεν ήταν για τα κυβικά του. Σύντομα έστρεψε το ενδιαφέρον του στην νεαρή Λεττονή καθαρίστρια, κι η ένταση μεταξύ τους υποχώρησε. Παρόλη την λυτρωτική οικειότητα ωστόσο που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στη Βιβή και τον τρόφιμο του 17, καμία ακόμη λεκτική επικοινωνία δεν είχαν επιχειρήσει. Πολύ συχνά πλέον κράταγε τα χάπια του στην τσέπη της και δεν του τα δινε. Συνειδητοποίησε γρήγορα πως το παρελθόν του δεν την ενδιέφερε καθόλου. Θα μπορούσε να είχε πάρει τηλέφωνα, να είχε ψάξει, να είχε βρει πληροφορίες, αλλά απολάμβανε περισσότερο το να τον γνωρίζει σιγά σιγά μόνη της. Και κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού της, είχε αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά ένα επικίνδυνο σχέδιο.
  «Γιατί δεν μιλάς;», τόλμησε να τον ρωτήσει κάποιο απόγευμα, ένα μήνα σχεδόν μετά την πρώτη τους συνάντηση.
   Του χε φέρει δεκάδες βιβλία να διαβάσει, από τα σχολικά βιβλία του γυμνασίου και του λυκείου μέχρι τα βιβλία της σχολής της, εγχειρίδια νοσηλευτικής και εισαγωγής στην ψυχολογία. Έδειχνε να τα ξεφυλλίζει γρήγορα χωρίς να στέκεται ούτε σε εικόνες ούτε στις λέξεις. Αλλά τα ξεφύλλιζε όλα, και όλα πάντα από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. 
   «Κάτι
   Καινούριο
   Φοβάμαι
   Τη φωτιά
   Μόνος
   Χρόνια
   Λυπάμαι
   Όμορφη
   Φοβάμαι
   Εμένα
   Ευχαριστώ
   Ευχαριστώ
   Φύγε», της έριξε μόνο μια λυπημένη ματιά ο άχρονος τρόφιμος του ψυχιατρείου και έσκυψε πάλι το κεφάλι του. 
   Η Βιβή είχε συνηθίσει πια αυτές τις επιθέσεις σκέψης, σαν τη μόνη επικοινωνία που μπορούσε να έχει μαζί του.
   «Δεν πρόκειται να σε αφήσω», του απάντησε με βεβαιότητα.
   «Αδερφέ μου, δεν καταλαβαίνω γιατί είσαι εδώ μέσα», ξανάπε για πολλοστή φορά και βγήκε για άλλη μια φορά  από το δωμάτιο 17 προβληματισμένη.
   Τις πρώτες μέρες του Ιουλίου, ένα από τα Σαββατοκύριακα που δεν δούλευε, αποφάσισε την τελευταία στιγμή να πάει σε μια ημερίδα  ψυχοπαθολογίας που γινόταν στο κέντρο της Αθήνας. Η όλη διοργάνωση ήταν αδιάφορη, ως τη στιγμή που στο τέλος του σεμιναρίου τους πρότειναν να αγοράσουν κάποια βιβλία από ένα σταντ. Ανάμεσα σε ακαταλαβίστικους τίτλους και πασίγνωστες πραγματείες, το μάτι της έπεσε σε έναν μικρό παλαιικό τόμο με τον μεγαλεπήβολο τίτλο «Νοήμων». Έμεινε άναυδη, και θυμήθηκε ξαφνικά, έναν ολόκληρο μήνα μετά, την εξομολόγηση του Γιάννη μέσα στο ασημί Φορντ. Κοκάλωσε για μια στιγμή. Έδωσε όσα λεφτά είχε πάνω της για το μικρό κακογραμμένο βιβλίο και στο δρόμο της επιστροφής το διάβαζε συνεπαρμένη. Το σχέδιο «Νοήμων», ένα από τα πρώτα προγράμματα συνδυασμένης ιατρικής και ψυχολογίας παγκοσμίως, είχε σαν αφετηρία δυο αδέρφια, ένα αγόρι και ένα μικρότερο κορίτσι που για απροσδιόριστο στο βιβλίο λόγο, παρουσίαζαν παρεκκλίσεις συμπεριφοράς, μετά από την έκθεσή τους σε «μη συμβατές με τον άνθρωπο» περιβαλλοντικές συνθήκες. Το βιβλίο ήταν μια νεότερη μετάφραση ενός εγχειριδίου που είχε γραφτεί  το 1929 στη Ρωσία, από κάποιον άγνωστο ψυχίατρο. Η Βιβή κόντευε να κατουρηθεί πάνω της από την τρομάρα της επίγνωσης. Στο σπίτι, κοπάνησε πολλές φορές το βιβλίο στο κεφάλι της και στον τοίχο, και μόλις το τελείωσε το ξέσχισε και έκλαψε απαρηγόρητη.
    Κι αν ήταν κι αν δεν ήταν αλήθεια λίγο την ένοιαζε. Αυτό που δεν άντεχε ήταν η σκέψη πως τον είχανε βεβηλώσει τόσο σκληρά, σαν να ταν ένα κομμάτι πέτρα κι όχι άνθρωπος. Εκείνη την ίδια μέρα υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα τον έβγαζε από κει μέσα. Με κάθε κόστος. Παραδέχτηκε το πόσο εύθραυστη ήταν η ισορροπία ανάμεσα στη λογική και τον παραλογισμό και πως εύκολα θα μπορούσε να βρίσκεται κι εκείνη σε κάποιο δωμάτιο ψυχιατρείου πια.
   Εκείνο το βράδυ ήρθε πάλι εκείνος στον ύπνο της, μα το όνειρο ήταν τόσο δυνατό που νόμισε πως το ζούσε στα αλήθεια. Ξύπνησε τάχα και τον βρήκε ολόγυμνο δίπλα της και σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο κούρνιασε στην αγκαλιά του και τον χάιδεψε σαν νεογέννητο μωρό. Φίλησε τις παλάμες του, τον ώμο του, τα πλευρά του. Είδε πως την ήθελε κι αυτός όπως τον ήθελε κι εκείνη, μα έμενε άπραγος σαν να μην ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Η Βιβή δάκρυσε. Γδύθηκε με απαλές κινήσεις και άνοιξε το κορμί της σαν άγραφο βιβλίο πάνω του, για να ξορκίσει μέσα της το αφόρητο κενό της ζωής του. Συλλάβισαν μαζί το ρήμα αγαπώ, θυμήθηκαν την αρχαία σημασία του ονόματος Έρωτας κι ανακάλυψαν το λόγο που κάποιος υπερσυμπυκνωμένος κόκκος ύλης εξεράγη κάποτε γεννώντας το σύμπαν. Εξεράγησαν κι αυτοί μαζί του, κι ο κώδικας της ζωής έγραψε όλα τα ποιήματα του κόσμου μέσα της. Άκουσε τη φωνή του πίσω απ τον μακρόσυρτο στεναγμό της, κι ήταν σαν σφύριγμα ή κελάηδισμα, σε μια γλώσσα ακαταλαβίστικη. Όμως η Βιβή κατάλαβε, και μέσα στο μυαλό της άκουσε τη μετάφραση. Ήταν απλά ένα «Ααααααααα»!
   Την άλλη μέρα, φτάνοντας στη δουλειά, η Βιβή βρέθηκε μπροστά σε μια εικόνα τρόμου. Δύο νοσοκόμοι κουβαλούσαν ένα φορείο με ένα κορμί σκεπασμένο ολόκληρο με λευκό σεντόνι. Μια φρικτή υποψία της τσάκισε το νου, κι έτρεξε  στα σκαλιά, που στεκόταν ο Γιάννης σοβαρός με τα χέρια στη μέση. Οι νοσοκόμοι ανέβασαν το φορείο στο ασθενοφόρο και κοπάνησαν τις πόρτες με δύναμη.
   «Ποιος;», ρώτησε ξεψυχισμένα η Βιβή, κι άκουσε ακριβώς την απάντηση που περίμενε, αυτήν που για τίποτα στον κόσμο δεν ήθελε να ακούσει.
   «Ο ψυχοβρυκόλακας», της είπε χωρίς κακεντρέχεια.
   «Τον βρήκανε ολόγυμνο, με... ε... σε στύση. Κόκαλο σου λέω», την κοίταξε χαζά και παραλίγο να την αφήσει να πέσει στα σκαλιά μπροστά του.
   Την συνεφέρανε και της κάλεσαν ένα ταξί να γυρίσει σπίτι. Έβαλε τη γιαγιά να παίρνει τηλέφωνα σε όλα τα νοσοκομεία από το σταθερό, κι αυτή έπαιρνε από το κινητό της. Πήρανε παντού, και μετά το μεσημέρι άρχισαν να ξαναπαίρνουν πάλι από την αρχή.
   «Σας έφεραν σήμερα το πρωί έναν ξανθό άντρα γύρω στα σαράντα αγνώστων στοιχείων;»
   Τελικά η Βιβή άκουσε ένα «περιμένετε μισό λεπτό», και κάτι αχνά γέλια απ το βάθος.
   «Ποιον, τον καβλιάρη;», χαχάνισε μια αντρική φωνή κι ύστερα η κοπέλα ξανάπιασε το ακουστικό και της είπε.
   «Έναν κύριο ψηλό και αδύνατο, γυμνό;», φάνηκε να προσπαθεί με το ζόρι να κρατηθεί για να μην γελάσει.
   «Ναι, ναι, αυτόν», της φώναξε οργισμένη η Βιβή.
   «Τον έστειλαν στο νεκροτομείο από το πρωί».
   Η Βιβή σωριάστηκε στην καρέκλα και άφησε το κινητό να της πέσει στο πάτωμα. Ύστερα πετάχτηκε πάλι όρθια, έπιασε την τσάντα της και βγήκε τρέχοντας στο δρόμο. Πήρε ταξί και πήγε στο Νεκροτομείο. Τα μάτια της είχαν θολώσει κι έτσουζαν από το κλάμα, κι η φωνή της τρεμούλιαζε καθώς μιλούσε στον υπάλληλο στην είσοδο. Εκείνος έψαξε τα χαρτιά του και την κοίταξε λίγο ύποπτα.
   «Είστε συγγενής;», τη ρώτησε πίσω απ τα γυαλιά ηλίου και ξανακοίταξε τα χαρτιά του.
   «Μπορεί να είναι ο χαμένος μου αδερφός», του πέταξε ότι της πέρασε από το μυαλό και κράτησε την ανάσα της με αγωνία περιμένοντας την απάντησή του.
   «Καλά, πόσες αδερφές είσαστε; Πριν από μια ώρα ήρθε και πήρε το πτώμα με τη νεκροφόρα μια ξανθιά κυρία. Είπε πως είναι αδερφός της».
   Η Βιβή τον κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα και προσπαθούσε να επεξεργαστεί τα δεδομένα στο μυαλό της.
   «Του κάνανε νεκροψία;», ρώτησε τελικά.
   «Όχι, το απαγόρεψε κατηγορηματικά η κυρία. Είπε πως είχε ούτως ή άλλως τα χαρτιά από το νοσοκομείο. Ήταν ανακοπή, τίποτα περίεργο».
   Η Βιβή έσκασε δειλά ένα χαμόγελο, κι ύστερα άρχισε να χαχανίζει, ώσπου στο τέλος ξέσπασε σε ένα θεότρελο γέλιο. Δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει, και μετά βίας μπόρεσε να ρωτήσει τον υπάλληλο τα στοιχεία της κυρίας. Προκειμένου να την ξεφορτωθεί της έδωσε και όνομα και τηλέφωνο και διεύθυνση, και μόλις γύρισε την πλάτη της για να φύγει άρχισε να σταυροκοπιέται.
   «Άρε, κάτι παλαβοί που κυκλοφορούν λυτοί», κούνησε το κεφάλι του και μπήκε πάλι, ανίδεος κι ευτυχής για τη λογική του, πίσω από τον γυάλινο τοίχο του.

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια