Η μαμά καθόταν στο μπαλκόνι και τραγουδούσε γλυκά. Άρπιζε σιγανά τις προικισμένες χορδές της κι έβγαζε από το μυαλό της τραγουδένια παραμύθια, γεμάτα έρωτες, λουλούδια, δάκρυα και προδοσίες.
Το παιδάκι άκουγε μαγεμένο και λικνιζόταν σχεδόν υπνωτισμένο στο ρυθμό της μητρικής φωνής.
Πίου- πίου! σε σκότωσα! χαχαχαχα, διέκοψε τη γλυκιά λαλιά η φωνή των παιδιών του κάτω ορόφου που γκάριζαν τρισευτυχισμένα χοροπηδώντας στην αυλή.
Σας παρακαλώ, κάντε ησυχία, τραγουδάει η μαμά μου, τόλμησε να φωνάξει το παιδάκι προσπαθώντας να σώσει τη μαγεία της στιγμής.
Πίου- πίου, είσαι νεκρός βλάκα! πέσε κάτω! συνέχισαν να τσιρίζουν τα παιδιά του κάτω ορόφου.
Το παιδάκι δεν κατάλαβε ακριβώς τι γινόταν όταν η μαμά το βούτηξε από το γιακά και το έσυρε μέσα στο σπίτι κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Πώς τολμάς! ούρλιαξε η πρώτερη γλυκιά φωνή μέσα στο παιδικό αυτί.
Πώς τολμάς ρε χαμένε να μιλάς έτσι στους γείτονες; Πώς τολμάς να με εκθέτεις; θα πούνε πως εγώ σε έβαλα να τους φωνάξεις! τι ντροπή!
Το χαστούκι στο μάγουλο πόνεσε λιγότερο από τις λέξεις.
Μα, μανούλα, πήγε να διαμαρτυρηθεί.
Σκάσε άχρηστε, μη σε ξανακούσω να μιλάς έτσι στους ξένους, ξαναφώναξε με παραμορφωμένο από την οργή πρόσωπο η μανούλα.
Το παιδάκι κατάλαβε από τότε πως το να υπερασπίζεται τη μαμά είναι κακό πράγμα, ειδικά αν η μαμά δεν θέλει να είναι ίση με τους γείτονες...
Τ.Η.
0 Σχόλια