Subscribe Us

Advertisement

Συγγνώμη

 

 

Ένα ζωντανό ξόρκι είναι η αγάπη μου.
Όμορφη και ψυχρή σαν ξωτικοβασίλισσα
και απεγνωσμένη σαν πεινασμένο νεογέννητο.
Θα φέρει την καταστροφή αν την αφήσω ελεύθερη,
δεν καταλαβαίνει από αβρότητες που έχουν εφεύρει αδύναμα θηρία.
Μπορεί να σε σκοτώσει με ένα της φιλί,
μπορεί να σε αναστήσει με ένα δάκρυ.
Φυλάξου απ την αγάπη μου εσύ ξένε,
δεν θα μπορούσες να δαμάσεις τέτοια δύναμη.
Θα σε μαγέψει και ύστερα Ημιθάνατος θα γίνει η ζωή σου.
Τα  όνειρά σου βορά στην όρεξή της.
Ονειροφάη τη φωνάζαν στο άπειρο που σπάρθηκε,
βλαστός ανίερου έρωτα του απόλυτου κενού με έναν κόκκο ύλης.
Ταξίδεψε σε σύμπαντα και τράφηκε,
λογιών λογιών  αγάπες και μυστήρια,
μα τη στιγμή της γέννησής μου, μύρισε την ανάσα μου και ζήλεψε
το πόσο απόλυτα με  αγάπαγε ο Θάνατος.
Και έγινε δική μου, για να μάθει κι εκείνη να πονά σαν άνθρωπος.
Εννέα επί τρεις ημέρες στο  δεκαπλάσιο,
στοίχειωσε το κορμί της μάνας μου,
που αγωνιούσε να με δει να σέρνομαι
σαν τα άλλα τα παιδιά στον κόσμο της.
Αδύναμο κι ανίκανο να ζήσω
χωρίς τη στοργική φροντίδα της.
Ω, ευχαριστώ σε για τους πόνους μάνα μου.
Φιλώ τα άσπρα σου κόκαλα με αγάπη.
Δεν ήξερες τι δαίμονα θα πέταγες
στο λάκκο με τα δύστυχα θηρία.
Την καταστροφή ολοζώντανη ανάσταινες,
μπολιάζοντάς την με την τέλεια ανθρωπιά σου,
αφήνοντας έτσι μια ελπίδα σωτηρίας για το ωραίο είδος σου...

 Ω, ωραία μου Αγία Μάνα, το εικόνισμά σου φυλαχτό στο προσκεφάλι μου ,
βρώμικο και σπασμένο από τα χρόνια.
Πόσες φορές δεν με έσωσε απ το θάνατο.
Βιαζόταν πάντα τόσο να με πάρει.
Σαν νόμιμος πατέρας, κηδεμόνας μου βιαζόταν να χριστεί,
να με κρατήσει κι αυτός γλυκά μέσα στα χέρια του,
να δει τη σάρκα μου να λιώνει,
να μην τον τυρρανάει πια ο πόθος του για μένα.
Με πόση υπομονή σε άγγιξε,
με δάχτυλα που είχαν απ την απαρχή του κόσμου μας να αγγίξουν.
Αηδιασμένος από την αέναη επανάληψη,
μια κόρη πόθησε, να την στέψει πριγκίπισσα στο λάκκο με τα κρέατα,
που κέρδισε από την μάχη του με Εκείνον.
Την ήθελε όμορφη και ψυχρή, να καίει έχοντας για φωτιά το βλέμμα της.
Μα να έχει και ψυχή αιώνια θεϊκή, να ξεγελάσει τον Δημιουργό,
να την νομίσει για παιδί δικό Του.
Μπάσταρδο πνεύμα και πληγή στα πλευρά της ανθρωπότητας.
Γεμάτη δηλητήριο, φαρμάκι .
Μα φαίνεται πως ξέχασε κι αυτός
την ικανότητα που έχει όλος εκείνος ο σωρός από σάρκες
να μεταλλάζει τα φαρμάκια του σε φάρμακα
και να γιατρεύει τις πληγές κρυφά πίσω απ την πλάτη του.
Ω, πατέρα, ω γλυκέ μου, πως γελάστηκες...
Έβαλες στη μήτρα μιας γυναίκας 
το παιδί που θα άφηνες να σε υποτάξει
μόνο και μόνο για να σου χαρίσει ένα χαμόγελο.
Κι ούτε φαντάστηκες πως άλλα είναι,
είχαν γεννήσει είναι πριν τη γέννησή σου.
Έτσι η αγάπη μου μέσα μου είναι.
Ήρθε σε μένα, ανίκανη να αντισταθεί στην ανίερη ύπαρξή μου,
ψάχνοντας να βρει σε μένα τη συγγένεια.
Μπάσταρδα πνεύματα και οι δύο, πρόστυχες αδελφές και ερωμένες,
γεννήματα ανείπωτων κρυφών συνουσιών...

 Ευχαριστώ σας Κύριοι...
Ευχαριστώ σας μάνες και πατέρες και παιδιά και πνεύματα.
Τρέφετε την αχόρταγη ψυχή μου με τις σκέψεις σας,
τα όνειρά σας, τα αισθήματα, τους φόβους, τις ελπίδες σας.
Όλοι σας κούκλες σε χεράκια παιδικά απάνθρωπα,
που σπάζοντας, πονάτε• και τον πόνο τους διδάσκετε.
Μαθαίνοντάς τους τελικά να σας κρατούν προσεχτικά,
με τρυφερότητα και ευγένεια,
όχι από σεβασμό αλλά από την λαχτάρα τους να σας αγγίζουν.

Την κατάρα του πατρός μου κουβαλάω,
να προσπαθώ να αγγίξω το ιερό με δάχτυλα που μόλις το αγγίζουν καταστρέφονται,
ανίκανα να κρατήσουν ότι ζωντανό και θεϊκό.
Ότι έχει την ανάσα, την αγάπη του Θεού,
με πληγώνει πεθαίνοντας στα χέρια μου,
με πληγώνει καίγοντας τα δάχτυλά μου σαν χάρτινα, καιόμενο κι εκείνο...

Θυμάμαι σαν παιδί- ναι, υπήρξα και απ αυτό- ,
πως είχα πλάσει έναν κόσμο ψεύτικο,
όπου ήμουν ένα παιδί σαν όλα τα άλλα.
Πήγαινα στο σχολείο, έπαιζα, αγκάλιαζα γονείς απλά ανθρώπινους
κι οι κούκλες που έσπαζαν στα χέρια μου ήταν άψυχες.
Κάθε βράδυ που πήγαινα για ύπνο,
άφηνα την πραγματικότητα και κρυβόμουν στην πλαστή ασφάλεια της χάρτινης φυλακής μου,
λαχταρώντας να γελάσω, να παίξω με τους φίλους μου, να λυτρωθώ από τη γνώση που δεν άντεχα,
να περπατήσω σε άγια χώματα με ποδαράκια σάρκινα.
Μα του πατέρα μου το βλέμμα και της αγάπης μου η ζήλεια με γυρόφερναν
ωσάν κοράκια ετοιμοθάνατο.
Βάζοντας εφιάλτες μέσα στα όμορφά μου όνειρα, βιάζοντας την παιδικότητα,
στην οποία ποθούσα να αφεθώ για να κερδίσω άφεση- για αμαρτίες που δεν έφταιγα.
Ας συγχωρούσε ο Κύριος τις αμαρτίες που έκανα.
Ας συγχωρούσε ο Χάρος ο Αγέροντας εκείνες που δεν έκανα.

Πατέρες μου, συγνώμη! Σας αγαπάω και τους τρεις.
Με διεκδικήσατε με λύσσα,
με τεμαχίσατε να πάρετε από ένα μου κομμάτι ο καθένας.
Παλέψατε να με κάνετε παιδί σας,
φτιάχνοντας ένα τέρας με τρία κεφάλια και τρεις συνειδήσεις.
Έναν άγγελο, έναν δαίμονα και έναν άνθρωπο.

Η αν-οσία τριάς!

Καταδικασμένη να ζω μόνη μου,
χωρίς κανένα πλάσμα να μπορεί να γίνει ταίρι μου,
με δώσατε στην τέλεια μοναξιά.
Και αν πεθάνω αμαρτωλή, θα με κερδίσει ο ένας.
Και αν αγιάσω, θα με κερδίσει ο άλλος.
Και αν- αν! ζήσω για πάντα, θα με κερδίσει ο τρίτος.
Πως καταφέρατε τόσο ολοκληρωτικά να με εγκλωβίσετε ανάμεσά σας;
Χρόνια και χρόνια ψάχνω απέλπιδα να βρω μιαν άλλη επιλογή,
να βρω μιαν αγάπη να μην λιώνει στο άγγιγμά μου,
να βρω ένα ταίρι που να αντέχει το τρομερό μου είναι.
Μα είναι άσκοπο πια, το ξέρω. Λίγα είναι τα πλάσματα που υπήρξαν
ή θα υπάρξουν με κάποια συμβατότητα ή συγγένεια με μένα.
Πολύ λίγα από αυτά θα μπορούσα να αγαπήσω.
Και ελάχιστα από εκείνα  θα μπορούσαν
ή θα θέλαν να μου ανταποδώσουν τέτοια αγάπη.
 Ή ίσως και κανένα...

Και μέσα στην απόγνωσή μου να αγαπήσω,
μέσα στον σπαραγμό να αγαπηθώ,
κατάντησα παιδί των πατεράδων μου.
Και βίασα το μόνο πλάσμα που ερωτεύτηκα,
σφίγγοντας ανεξέλεγκτα και βάναυσα την τρυφερή ψυχή του,
κατασπαράζοντάς το ζωντανό,
χωρίς να σκέφτομαι τον πόνο και τη δική του θέληση.
Τόσο εγωιστικά και τόσο απάνθρωπα,
κατάστρεψα τη μόνη πιθανότητα να νιώσω λύτρωση.
Αφέθηκα να γίνω η κατάρα μου,
χωρίς να καταλάβω το κακό που έσπερνα,
μέχρι που είδα την σύγχυση και τον αγώνα μες στα μάτια του
και βιάστηκα να απομακρυνθώ.
Πολύ αργά όμως και μάταια,
είχα ήδη βασανίσει το ημι-ιερό κορμί του,
γεμίζοντάς το με δεινά και έρποντα τραύματα.
Συγχώρεση! Δεν την αξίζω...

Συγχώρα με!

Το ξόρκι της αγάπης μου λύνω και σε απελευθερώνω!
Σε απαλλάσσω, σε αποτάσσω, σε βαφτίζω ελεύθερο.

Θα κάνω ότι μπορώ για να γιατρέψω την πληγή που σου έδωσα,
θα κάνω ότι μπορώ για να σε κάνω να ξεχάσεις πως σε αγάπησα.
Θα σε κρατήσω σαν παιδί στα χέρια μου
ώσπου να διώξω και την παραμικρή αμφιβολία απ την ψυχή σου,
τον πιο ενδόμυχό σου φόβο, πως μπορεί να σε ποθώ ακόμη.
Με ένα μου δάκρυ σε ανασταίνω!
Γίνου ως ήσουν προτού βρεθώ στο δρόμο σου και άμε στο καλό.
Θα σβήσω στοργικά κάθε μου ίχνος,
να μην μπορέσεις- και να θες- να ξαναρθείς κοντά μου.
Μόνο συγχώρα με, για να μην ζήσω με το κρίμα μου για σύντροφο.
Δεν θα το αντέξω και αυτό.

Η ύπαρξή σου είναι δίκαια τιμωρία για όσα έκανα.


ΤΕΛΟΣ

Τ.Η.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια