«Σκάσε μωρή λουλού, όλο για την ψωλή σου μιλάς!», πετάχτηκε ο Στέφανος και χτύπησε τον Θάνο στην πλάτη απότομα.
Τινάχτηκε
η κόκα κόλα που κρατούσε στο χέρι του και πιτσίλησε το μπαρ, το μακό
και τη μούρη του, αλλά ο Θάνος γέλασε κι έκανε πως δεν τον ενόχλησε
τίποτα.
«Ε, υπάρχει καλύτερο απ αυτό;», απάντησε σκουπίζοντας τις σταγόνες απ το σαγόνι του, αλλά κανένας δεν του δωσε σημασία.
Έτσι
ήταν πάντα από όσο θυμόταν τη ζωή του. Πάντα ήταν ο «περισσευούμενος»
στην παρέα, αυτός που αν έλλειπε δεν θα το πρόσεχε κανένας, ο αποδέκτης
κάθε πειράγματος και κάθε φάρσας. Το «μωρή λουλού» ήταν το τελευταίο από
τα παρατσούκλια που του χαν κολλήσει, κανα δυο χρόνια τώρα, μιας κι
ήταν πια ο μόνος στην παρέα που -στα είκοσι τέσσερα του- ακόμα δεν είχε
πάει με γυναίκα. Πιο πριν ήταν ο «φούσκας», ο «προδέρμ» κι άλλα ακόμα
αστεία, που σκαρφίζονταν οι φίλοι και συμμαθητές του για να τον
πειράξουν. Τι κι αν είχε αδυνατίσει, τι κι αν είχε αφήσει μούσι και
μακριά μαλλιά, τι κι αν ήταν ακόμα ο μόνος που είχε τελειώσει το
Πανεπιστήμιο κι έπαιρνε μισθό όσο οι πατεράδες των άλλων...
εξακολουθούσε πάντα να είναι ο απέξω.
Τώρα μέσα στο άδειο
σχεδόν μπαρ –βράδυ Δευτέρας βλέπεις- δεν ήταν παρά μόνο δυο παρέες. Η
αντροπαρέα του Θάνου και τα πιτσιρίκια. Τα πιτσιρίκια αποτελούνταν από
δυο τρεις ίμο νεαρούς με μαύρο μολύβι γύρω απ τα μάτια, την επίσης ίμο
μικρότερη αδερφή του Θάνου και τη συμμαθήτριά της την Νανσούλα. Αυτή η
τελευταία, η Νανσούλα, ήτανε ένα δεκαοχτάχρονο ξέκωλο που όλοι
ισχυρίζονταν πως την είχαν πηδήξει. Η αλήθεια είναι πως τα χε φτιάξει με
αρκετούς από όσους ήταν μέσα στο μπαρ, ακόμα και με τον μπάρμαν, αλλά
μόνο με δυο ή τρεις είχε στην πραγματικότητα φτάσει στο «επίμαχο»
γεγονός. Τον Θάνο τον τρέλαινε όταν μιλάγαν άσχημα για την Νάνσυ. Την
ήξερε από τότε που ήταν έξη χρονών κι είχαν έρθει με τη μητέρα της στη
γειτονιά. Εκείνος τότε ήταν δώδεκα, και την είχε ερωτευτεί αμέσως. Μα
ήταν να μην την ερωτευτεί, που όλο το καλοκαίρι εκείνο έτρεχε στο δρόμο
μόνο με ένα βρακάκι και τα μαγουλάκια της έμοιαζαν με ρόδια έτοιμα να
σκάσουν; Το μικρό ξεδιάντροπο ξέκωλο, η μικρή ορφανή Νανσούλα, ο κρυφός
πόθος όλων των αντρών της γειτονιάς... Όταν είχε φτάσει στα δεκατρία της
κι ο Θάνος ήταν ήδη δεκαεννιά, σαν κάτι να χε ψυλλιαστεί πως ο μεγάλος
αδερφός της κολλητής της ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της, και του χε
δώσει μια μέρα δειλά μια ζωγραφιά. Ήταν το όνομά της, με περίτεχνα σαν
ανθισμένα κλαδάκια γράμματα και μια καρδούλα για τόνο πάνω από το «α».
«Γουστάρεις το τσουλάκι, μωρή λουλού;», διέκοψε το τρυφερό του ονειροπόλημα η αγριοφωνάρα του Γιώργου του χεβυμεταλλά.
«Η
λουλού ρε; Μη λες μαλακίες, ρε, ανώμαλη είναι να γουστάρει γυναίκες;»
έσκασε στα γέλια ο Μάριος και τους παρέσυρε όλους σε ακράτητα γέλια.
Ο
Θάνος δε γέλασε αυτή τη φορά, και η άρνησή του αυτή να συμμορφωθεί με
το ρόλο του προκάλεσε μια θύελλα μουρμουρητών και συνωμοτικών ψιθύρων
ανάμεσα στους υπόλοιπους. Σηκώθηκε και πήγε σκυθρωπός στις τουαλέτες να
κοπανήσει τη γροθιά του στα πλακάκια. Οι άλλοι πίσω δεν έχασαν καιρό.
«Νανσούλα,
κάτι σε θέλει ο Θάνος», είπε με πνιχτά γέλια ο Στέφανος και της έδειξε
την μικρή πράσινη πόρτα. Μόλις η Νάνσυ μπήκε κι αυτή στην τουαλέτα, ο
Στέφανος έπιασε γερά το πόμολο και στήριξε όλο του το βάρος για να μην
μπορούν να ανοίξουν από μέσα. Πέρασε ένα λεπτό και κανείς δεν κούνησε το
πόμολο, Πέρασαν δύο, τρία, πέντε λεπτά! Ο Στέφανος παράτησε το σπρώξιμο
και έσκυψε στην κλειδαρότρυπα. Τι σκατά κάναν αυτοί οι δύο εκεί μέσα;
Άφωνος είδε τον Θάνο να κατεβάζει τη φόρμα του μπροστά και την Νάνσυ να
σκύβει να δει. Μετά σηκώθηκε και τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο στόμα!
Συγκοπή κόντεψε να πάθει ο Στέφανος....
«Ρε μαλάκες, αλήθεια σας λέω, της έδειξε την ψωλή του κι εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του!»
«Παράτα μας, ρε! Χέσημο θα τους έπιασε και αργούνε», κακάρισε ο Μάριος γελώντας, κι όλοι συμφώνησαν.
Όταν
βέβαια ο Θάνος βγήκε από την τουαλέτα κρατώντας τη Νάνσυ από το χέρι,
ακόμα και η μουσική χαμήλωσε. Μέσα στη βουβαμάρα ο Θάνος έβγαλε ένα
πενηντάευρο από το πορτοφόλι του και το άφησε στο μπαρ.
«Κερασμένα
από μένα όλα, και τα δικά σας Σταυρούλα», είπε γυρίζοντας προς την
αδερφή του κι έφυγαν από το μπαρ με τη Νάνσυ αγκαλιά.
Ποιος θα το πίστευε.....
Η
μόνη που χαμογελούσε ικανοποιημένη ήτανε η Σταυρούλα, μιας κι αυτή μόνο
ήξερε πως ο αδερφός της είχε χαμηλά στην κοιλιά, πάνω από το
υποτιθέμενο όργανο επίδειξης χτυπημένα σε τατουάζ πέντε όμορφα
λουλουδιασμένα γραμματάκια και μια μικρή καρδιά που έγραφαν το όνομα
«Νάνσυ».
Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου
0 Σχόλια