Subscribe Us

Advertisement

Εκεί στην άκρη του χρόνου



Εκεί στην άκρη του χρόνου, σε ένα ματόκλαδο πάνω,
ένα κομμάτι δικό μου που αν τεντώνω το φτάνω,
έπλεξε απόψε εν αγνοία μια μυθική οπτασία,
που με χλευάζει με φτύνει και να χαρώ δε μ αφήνει.
Εκεί στα χείλη του χρόνου, του λογικού παιδονόμου,
απόψε άρχισαν γλέντι με μια μπουκάλα αψέντι
δύο μικροί εαυτοί μου που με τραβάν απ τα αυτί μου
και μου φωνάζουν να ζήσω λιγάκι, πριν ξεψυχήσω.
Δε σας μπορώ, δε σας φτάνω, καλύτερα να πεθάνω.
Έχω καρφιά στην ψυχή μου, θα πληγωθείτε μαζί μου;
Δεν μ απαντάτε, το ξέρω, μονάχη θα υποφέρω.
Στης μοναξιάς τη στολή μου και στο μεγάλο γιατί μου
εσύ δεν είσαι κομμάτι και μπάλωμα στο κρεβάτι.
Είσαι δικός σου το ξέρω, μα πολεμώ να σε φέρω
πάνω στην κόψη της λύπης – μη φοβηθείς, δε μου λείπεις.
Μόνο σε θέλω κοντά μου, να τρέξεις στα όνειρά μου,
να με γευτείς να χορτάσω μήπως κι αντέξω να σπάσω
της φυλακής τη σιωπή μου- Δαίμονα είσαι μαζί μου;
Είμαι παιδί σου, θυμάσαι; Δεν πρέπει να με λυπάσαι.
Κι αν έχω αίμα στα μάτια δυο φωτεινά σκαλοπάτια
με οδηγούν στη φυγή μου, στη χάρη, στην άφεσή μου.
Πάρε το χέρι μου κράτα- τι με κοιτάς ρε μαλάκα;
Απόψε φεύγω, σ αφήνω, μα την ψυχή μου σου δίνω.
Να την προσέχεις μην πέσει γιατί καλέ μου είναι φέσι!
Την έχει λιώσει το αψέντι, δε θέλει δούλο κι αφέντη,
θέλει μονάχα εσένα και δε φοβάται κανένα.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια