Subscribe Us

Advertisement

Σαμουέλ και Λίβελε - Φυλακισμένοι στον Παράδεισο- μέρος α΄

 

 

 Ήτανε πάντα εδώ; αναρωτήθηκε ο Σαμουέλ, κοιτώντας με το κεφάλι του γερμένο από απορία το κρυστάλλινο μπάλωμα στον μαύρο βράχο. Ήταν από τους λίγους που του επιτρεπόταν να μπει στα δωμάτια του αρχιερέα Εωσφόρου Γεννεώ. Είχε το δικαίωμα του πρωτότοκου, μιας και ήταν ο μεγαλύτερος γιός του, ο μόνος που είχε γεννηθεί κι όχι δημιουργηθεί, πριν ακόμα από το σχίσμα. Το όνομα της μητέρας του, της Όνονεΰ Ον, ήταν απαγορευμένο να προφέρεται στις έξι επικράτειες της Κόλασης. Ακόμη και ο πατέρας του δεν τολμούσε να το ξεστομίσει, παρά μόνο σε ώρες αχαλίνωτης μέθης και ασυνειδησίας. Το κρύσταλλο καθρέφτισε την ψηλή γεροδεμένη μορφή του. Το κεφάλι με τα μαύρα στριφογυριστά κέρατα, τα κατάμαυρα σγουρά μαλλιά, τα βαθουλωμένα κόκκινα μάτια του. Χάιδεψε το τραγίσιο γενάκι στο πηγούνι του. Η μακριά ουρά του, σχεδόν με δική της θέληση υψώθηκε ανάμεσα από τα μυώδη μπούτια του κι άγγιξε το δαιμονικό του σκήπτρο που είχε ζωντανέψει απότομα. Τυλίχτηκε μαγνητισμένη γύρω του. Ο Σαμουέλ ένιωσε τους μυς στην κοιλιά του να σφίγγονται και έκπληκτος είδε το ανοιχτόχρωμο σοκολατί δέρμα του να ροδίζει αλλόκοτα. Έπιασε με τα τέσσερα ονυχοφόρα του δάχτυλα την τριγωνική άκρη της ουράς του ξετυλίγοντάς την από το ερεθισμένο του όργανο. Η ουρά έμεινε για λίγο στριφτή ακόμα, παραπονεμένη ανάμεσα στα πόδια του κι ύστερα ηρέμισε και αφέθηκε πάλι ελεύθερα στη θέση της. Πήγε στο δωμάτιό του, να βρει τον μαθητευόμενό του τον Άδαμ, έναν από τους δαίμονες πρώτου βαθμού που είχαν πρόσφατα δημιουργηθεί για την ικανοποίηση των μεγαλύτερων.

   «Έλα να σου δώσω», του είπε αναστενάζοντας, και μισοξάπλωσε στο πέτρινό του ανάκλιντρο. Ο μικρός δαίμονας, χωρίς κέρατα ακόμα στο κεφάλι, γονάτισε δίπλα στον δάσκαλό του και πήρε το σκήπτρο του στο στόμα του. Το πιπίλησε και το έγλυψε με τη γλώσσα του όπως ήξερε πως του άρεσε και, όταν ο Σαμουέλ βόγκηξε και συσπάστηκε τελειώνοντας, ρούφηξε με σεβασμό το αίμα που τινάχτηκε στο στόμα του και το κατάπιε ευγνώμων.

   «Πες μου πάλι, δάσκαλε, πως έγινε αυτή η τρύπα στην κοιλιά σου», ρώτησε χαμηλόφωνα ο μικρός δαίμονας τρέμοντας από προσμονή να μάθει.

   Ο Σαμουέλ γέλασε. Εκείνος ο νεαρός είχε πραγματικά διαβολική περιέργεια για τα πάντα. Σύντομα θα άρχιζε να ανεβαίνει τις βαθμίδες της κόλασης με άλματα. Όχι σαν τον ίδιο, που είχε κολλήσει στην ένατη και δεν έλεγε να πάει παραπάνω. Ως τώρα θα πρεπε να χε φτάσει όπως πολλά από τα αδέρφια του στην δωδέκατη, την ανώτερη που υπήρχε μετά από την τελευταία. Μόνο ο Αρχιερέας, ο Πατέρας του, κατείχε την δέκατη τρίτη.

   «Φταίει που έχω και αίμα αγγέλου μέσα μου», χαμογέλασε αινιγματικά, απαντώντας συγχρόνως στον εαυτό του και τον Άδαμ.

   «Πώς έγινε αυτό, δάσκαλε, πες μου!», δέχτηκε δυο τρία απαλά χτυπήματα στο κεφάλι και κοίταξε τον Σαμουέλ κατάματα.

   «Απαγορεύεται να σου πω», του έκλεισε το μάτι πονηρά, κι ο μικρός γέλασε.

   Πάντα έτσι έλεγε πριν αρχίσει να του διηγείται την απίστευτη ιστορία...

   «Στην αρχή υπήρχαν μόνο ο Πατέρας και η Μητέρα. Μόνοι τους έφτιαξαν τα δεκατέσσερα επίπεδα του Κόσμου. Ύστερα ο Πατέρας άνοιξε με το κλειδί του το μυστικό δωμάτιο της Μητέρας κι έβαλε μέσα της εμένα».

   «Τόσο μεγάλη ήταν που σε χωρούσε;», ρώτησε με ανοιχτό το στόμα ο μικρός δαίμονας.

   «Όχι, ήτανε μικρή, πολύ μικρότερη από τον Πατέρα. Ήταν ανοιχτόχρωμη ρόδινη με κάτασπρες μεγάλες φτερούγες και φως στα μαλλιά και αντί για σκήπτρο είχε εκεί κάτω ένα μυστικό. Ένα μυστικό δωμάτιο που ανοίγει με αυτό το κλειδί», είπε και του χάιδεψε το άγουρο ακόμη  όργανο που πάλευε να τεντωθεί και να δείξει τη δύναμή του.

   Ο μικρός ανατρίχιασε.

   «Και πώς σε έβαλε ο πατέρας μέσα στο μυστικό δωμάτιο δάσκαλε;», ψέλλισε χαμηλόφωνα, γνωρίζοντας πως οι λέξεις που ξεστόμιζαν θα μπορούσαν να τους καταδικάσουν σε εξορία στο Πυρ το Εξώτερο.

   «Όπως σου δίνω εγώ το αίμα μου. Άφησε το αίμα του μέσα της εκεί κάτω κι όταν ενώθηκε με το δικό της άρχισα να φτιάχνομαι εγώ. Ήμουν πολύ πολύ μικρός στην αρχή, σαν μια τριχούλα. Μετά έγινα σαν τη μικρή σου χούφτα, κι ένα μακριό φίδι βγήκε από την κοιλιά μου και κόλλησε στη σάρκα της για να με ταΐζει από αυτήν. Όταν μεγάλωσα τόσο που δεν χωρούσα πια άλλο μέσα στο δωμάτιό της έσπασα την πόρτα και βγήκα».

   «Και δεν πέθανε;», ρώτησε με τρόμο, θυμούμενος έναν μικρό αδερφό του που ο δάσκαλός του του έσκισε την κοιλιά και τον άφησε να πεθάνει.

   Ποτέ δεν είχαν προχωρήσει τόσο πολύ αυτή την κουβέντα.

   «Όχι, δεν πέθανε», είπε σιγανά ο Σαμουέλ, με έναν τόνο νοσταλγίας στη φωνή του.

   «Ήμουν τόσο ανήμπορος και αδύναμος που ο Πατέρας με κράτησε μέσα στην ανοιχτή παλάμη του και θέλησε να με φάει. Η Μητέρα δεν τον άφησε. Με έκρυψε μέσα στον κόρφο της και μου έδινε να πιω λευκό αίμα από το στήθος της».

   Ο Άδαμ έσκυψε και κοίταξε τις μικρές κόκκινες θηλές του κι αναρωτήθηκε αν έβγαζαν αίμα.

   «Όχι, δεν είναι έτσι. Της Μητέρας ήταν στρογγυλά και μαλακά σαν μικρά μαξιλάρια. Όχι σαν εμάς».

   «Και τι έγινε μετά και χωρίστηκαν οι επικράτειες;», μπήκε πια ο Άδαμ σε ένα εντελώς αφορισμένο κομμάτι της ιστορίας.

   «Άσε και κάτι για άλλη μέρα», τον νουθέτησε συγκαταβατικά ο θεόρατος δαίμονας και τον έστειλε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του.

  Προσπάθησε κι εκείνος να κοιμηθεί, μέσα στο πάντα ενοχλητικό γι αυτόν πανδαιμόνιο, αλλά ο νους του γυρνούσε διαρκώς στο κρυστάλλινο μπάλωμα πάνω στο μαύρο βράχο, που του χε δείξει την παραμορφωμένη του αντανάκλαση και τον είχε ερεθίσει τόσο απόλυτα. Λες κι από πίσω του είχε κρυμμένο κάτι, κάτι παλιό και πρωτόγνωρο και ηδονικά επιθυμητό. Κάτι που ζούσε σε έναν άλλο κόσμο.

    Άφησε τον εαυτό του να τυραννιστεί για μέρες πριν τολμήσει να ξαναμπεί στο δωμάτιο του πατέρα του. Ο Εωσφόρος είχε ξεκινήσει για την προγραμματισμένη περιοδεία του στις έξι επικράτειες. Ο Σαμουέλ εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία και τρύπωσε διστακτικά στο δωμάτιο με τον κρυστάλλινο καθρέπτη.

   «Κοίτα με», τον κοίταξε, περιμένοντας τάχα να του απαντήσει.

   Ο κρύσταλλος τον κορόιδεψε αντανακλώντας απλά τη μορφή του. Οι μαύρες σγουρές τρίχες στο κορμί του ζωγράφιζαν ένα τέλειο δαιμονικό πρόσωπο. Τα κέρατα γύρω από το στήθος του, το κεφάλι πάνω στους μυς της κοιλιάς του, το τριγωνικό γένι πάνω από το όργανο του βασανισμού του. Δεν μπορούσε όλες αυτές τις μέρες να δώσει τίποτα στον Άδαμ. Μόνο η ανάμνηση του καθρέφτη τον ερέθιζε πια.

   «Δεν είμαι καλός μαθητής, δάσκαλε;», του παραπονέθηκε ο νεαρός δαίμονας εκείνο το ίδιο πρωί.

   «Και βέβαια είσαι», τον καθησύχασε ο Σαμουέλ, μα δεν μπορούσε να του εξηγήσει.

   Κατέβασε από τη βιβλιοθήκη τον τόμο με τις απαγορευμένες εκκλήσεις, κι έψαξε να βρει την επίκληση για άγγελο. Τα τέσσερα μακριά του δάχτυλα έτρεμαν ξεφυλλίζοντας το ανίερο βιβλίο. Είδε ζωγραφισμένη τη μορφή της Ον, στιγματισμένη από τα ξόρκια προστασίας των δαιμόνων.

   «Γιατί σε φοβούνται τόσο, Μητέρα;», χάιδεψε με τα μυτερά νύχια του την εικόνα.

   Έκλεισε το βιβλίο απότομα δημιουργώντας ένα σύννεφο σκόνης και το πέταξε στο άστρωτο κρεβάτι.

   «Άχρηστες φιλοσοφίες», σφύριξε η φωνή του οργισμένη κι έπιασε ένα μεταλλικό δοχείο με κρασί που είχε μείνει δίπλα στο κρεβάτι του Εωσφόρου από εχθές το βράδυ.

   Το σήκωσε στο στόμα απότομα, πίνοντας αχόρταγα σαν δαίμονας, και χύθηκε σε όλο το κορμί του καίγοντάς τον. Τη στιγμή που κατέβαζε το άδειο κανάτι απ το κεφάλι του, είδε στον καθρέφτη ένα πρόσωπο να τον περιεργάζεται με απορία. Τρόμαξε. Οι τετραδάκτυλες πατούσες του ξαφνικά ήταν πολύ μικρές για να τον στηρίξουν. Γονάτισε τρέμοντας. Το σκήπτρο του είχε τόσο επώδυνα ορθωθεί ανάμεσα στα πόδια του, που άγγιζε τις τρίχες στην κοιλιά του. Μπουσούλησε αργά προς το κρυστάλλινο παράθυρο.  Το πρόσωπο από πίσω χαμήλωσε κι αυτό και βρέθηκε ακριβώς απέναντί του. Ήτανε το λευκορόδινο πρόσωπο ενός αγγέλου. Τα μακριά λευκά μαλλιά της σέρνονταν στο μακρινό δικό της έδαφος. Δυο μικρά μυτερά στήθη κρέμονταν σφιχτά κάτω από τον χρυσόλευκο χιτώνα της. Ο Σαμουέλ κόλλησε το πρόσωπό του πάνω στον καθρέφτη, κι ένιωσε κάτι να σκίζεται μέσα στο βάθος του κορμιού του. Έσφιξε τα μάτια από πόνο και απόλαυση. Ένιωσε πάνω στο πρόσωπό του το υγρό που τινάχτηκε από μέσα του. Δεν ήταν κόκκινο αίμα. Ήταν ένα παχύρευστο υπόλευκο υγρό που έμοιαζε με το γάλα της μάνας του. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του ο άγγελος δεν ήταν πια εκεί. Σήκωσε τις παλάμες του πάνω στο ακατέργαστο γυαλί και τις χτύπησε με δύναμη, λες και πίστευε πως θα το έσπαγε και θα έτρεχε πίσω από τον φευγάτο άγγελο. Ύστερα κυλίστηκε στο πάτωμα σφαδάζοντας. Η μακριά ουρά του μαστίγωσε την πέτρα τόσο δυνατά που μάτωσε και τυλίχτηκε πονεμένη γύρω απ τον μηρό του. Έπρεπε να βρει να πιεί σήμερα. Βγήκε επιφυλακτικά από το δωμάτιο του πατέρα του και πήγε να κρυφτεί στο δικό του. Έστειλε τον Άδαμ να του φέρει μαύρο κρασί.

   «Πιες», του πρότεινε κι εκείνου και του βαλε με το ζόρι το στόμιο του μπουκαλιού στα χείλη, παρόλο που δεν επιτρεπόταν στους μικρούς να πίνουν από το «αίμα του Πατέρα».


   Πέρα από το τέλος της έκτης επικράτειας, πέρα από την θάλασσα της στάχτης, στην απέναντι διάσταση του Κόσμου, η Λίβελάι-ελ ψηλαφούσε επιφυλακτικά τον μαύρο κρυσταλλικό βράχο. Της είχε φανεί για μια στιγμή πως μια θολή μορφή την κοιτούσε μέσα από τις αντανακλάσεις του. Μια μορφή που πονούσε και ζητούσε τη βοήθεια της. Γιατί ήταν φυλακισμένο εκείνο το πλάσμα εκεί μέσα; Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάτι μυστήριο της ψιθύριζε μέσα από τον βράχο. Ο τόπος εκείνος θεωρούταν ανίερος και απαγορευμένος, αλλά η νεαρή Λίβελε διέσχιζε συχνά τα λιβάδια με τις αγκαθωτές φράουλες για να ακούσει τον αέρα να τραγουδάει περνώντας μέσα από τους ηφαιστειακούς βράχους. Εκείνο το μαγικό τραγούδι της προκαλούσε σαρκική επιθυμία...

   «Μα γιατί να είναι απαγορευμένο κάτι τόσο όμορφο;», είχε ρωτήσει κάποτε την αγαπημένη της αδερφή, την Πρώτη Κόρη της Μητέρας.

   «Γιατί η επιθυμία είναι για τους δαίμονες, μικρή μου Λίβελε. Οι άγγελοι αγαπούν, οι δαίμονες θέλουν. Έτσι ήταν πάντα ο Κόσμος».

   «Όχι πάντα», μουρμούρισε αντιδραστικά η ατίθαση αγγελίνα.

   «Ω, μη σκοτίζεις το μυαλουδάκι σου αγαπημένη μου», της χάιδεψε τα μαλλιά και τη φίλησε τρυφερά στα χείλη.

   «Μα, θυμάμαι καλά. Εσύ μου το είπες την πρώτη φορά που σε φίλησα. Μου είπες πως είσαι η κόρη της Μητέρας και του Πατέρα. Ξέρεις πως γι αυτό σ αγαπώ».

   «Σώπα, μη μιλάς για αυτόν!», την απόπαιρνε πάντα και έληγε τη συζήτηση άδοξα.

   Τώρα όμως η Λίβελε δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει τόσο  εύκολα.

   «Πες μου πώς είναι ο Πατέρας!», έσφιξε τα χείλη της πεισμωμένη.

   «Είναι φρικτός, σαν τέρας», προσπάθησε να την τρομοκρατήσει η Ήβηβελ, η Πρώτη Κόρη.

   «Είναι ολόκληρος τυλιγμένος σε φλόγες, έχει νύχια γαμψά και μεγάλα μυτερά κέρατα. Κι έχει ένα ζωντανό σπαθί κάτω εκεί, που σου τρυπάει το μυστικό σου και πεθαίνεις».

   Η Λίβελε γούρλωσε τα μάτια φοβισμένη.

   «Και είναι όλοι οι δαίμονες έτσι;», τόλμησε να ρωτήσει σιγανά, σκεπτόμενη τη μορφή στο βράχο.

   «Έτσι και χειρότεροι», την έπιασε αγκαζέ ικανοποιημένη η Ήβη και την πήρε να περπατήσουν στους κήπους του Παραδείσου.

Ο Σαμουέλ κατάφερε να μεθύσει τελικά και μέθυσε και τον Άδαμ.

   «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο βασανιστικό είναι να μην ανήκεις πουθενά. Να μη μοιάζεις με κανέναν άλλο».
   «Εγώ σε θαυμάζω, δάσκαλε. Θα θελα να σου μοιάζω».
   «Δεν θα σου έδινα ποτέ τέτοια κατάρα», τον κοίταξε μεθυσμένος.
    
   Κι ύστερα έβαλε τα τεράστια δάχτυλά του πίσω στο σβέρκο του μαθητή του και του έσπρωξε το κεφάλι μαλακά προς το μισοσηκωμένο του όργανο. Παιδεύτηκε για ώρα μέχρι να τον κάνει να τελειώσει, αλλά και πάλι δεν έσταξε ούτε σταγόνα αίμα. Μόνο ένα αλλόκοτο αλμυρό σάλιο βγήκε απ το κορμί του δαίμονα και του επιβεβαίωσε πως δεν υπήρχε γυρισμός πια.
   «Θα πρέπει να σου βρω καινούριο δάσκαλο», τον κοίταξε θλιμμένα κι έγειρε στο κρεββάτι του απελπισμένος.
   «Όχι, δάσκαλε, δε θέλω, μη με διώξεις», ψέλλισε σαν παιδί έτοιμο να κλάψει ο νεαρός Άδαμ κι αποκοιμήθηκε μεθυσμένος στο πάτωμα, κουβαριασμένος δίπλα στο κρεβάτι του Σαμουέλ.

   Ο φόβος της Λίβελε δεν κράτησε πολλές μέρες. Άρχισε να αναρωτιέται πως ο Πατέρας είχε κάποτε ενωθεί με τη Μητέρα χωρίς να της κάνει κακό. Δεν μπορεί να ήταν λοιπόν τόσο φρικτός. Εξάλλου, είχε δημιουργήσει την Ήβηβελ και την είχε δώσει στην Όνονεΰ. Τι το κακό μπορούσε να κρύβει αυτό; Έτρεχε τώρα πάλι ξυπόλητη στο μαλακό χορτάρι για τον μυστικό βραχότοπο. Χάραζε.
    
   «Πού είσαι;», μίλησε στο βράχο, λες και θα της απαντούσε.
   Ο Σαμουέλ την άκουσε μέσα στο μεθυσμένο του χάσιμο. Μέρες τώρα αποκοιμιότανε πιωμένος. Σηκώθηκε από το κρεβάτι με ένα απότομο τίναγμα που του έφερε ζάλη. Σήκωσε τον Άδαμ από κάτω και τον ακούμπησε στα μαξιλάρια κοιμισμένο. Με γρήγορα κλεφτά βήματα χώθηκε μέσα στο δωμάτιο με τον καθρέπτη και αμέσως την είδε ολοκάθαρα πίσω από το γυαλί. Προχώρησε και κόλλησε από ανάγκη πάνω στην κρύα κρυσταλλική επιφάνεια. Έτρεμε ολόκληρος από δυνατά ρίγη. Λες και ο μόνος αέρας που μπορούσε να ανασάνει έβγαινε από εκείνο το γυάλινο παράθυρο. 
    
  «Εδώ είμαι», της απάντησε τελικά στα αλήθεια ο βράχος.
   Η θεόρατη μορφή του δαίμονα έμοιαζε να ναι λίγα εκατοστά μόνο πίσω από την μαυριδερή γυαλιστερή του επιφάνεια. Ήταν τρομακτικός, μυώδης, τριχωτός κι ολόγυμνος, με μαύρα στριφογυριστά κέρατα στο κεφάλι, κόκκινα μάτια και μια μακριά ουρά. Αυτό όμως που η Λίβελε δεν τολμούσε καν να κοιτάξει ήταν το σπαθί που της είχε πει η Ήβη.
    «Είσαι φυλακισμένος;», κατάφερε να μαζέψει το κουράγιο της για να τον ρωτήσει.
   Ο δαίμονας άργησε να της απαντήσει, αλλά αυτό που της είπε την ανατρίχιασε.
    
   «Όλοι φυλακισμένοι είμαστε. Οι άγγελοι στον Παράδεισο και οι δαίμονες στην Κόλαση».
   Το ένιωσε βαθιά, μέχρι τα κόκαλα της το πόσο αλήθεια ήταν αυτό. Δάκρυσε. Έσκυψε λίγο το κεφάλι και τον κοίταξε εκεί που φοβόταν. Ήταν παράξενος, διαφορετικός, αλλά όχι φρικτός. Έμοιαζε να χει πράγματι ένα σάρκινο σπαθί κάτω απ τη κοιλιά του. Έσφιξε ασυναίσθητα τη λεκάνη  της από φόβο και πόθο ταυτόχρονα. Δεν είχε ποτέ ξανά νιώσει κάτι τόσο έντονο. Κάτι έσπασε μέσα της με πόνο, και έκπληκτη κατάλαβε πως κάτι καυτό έβγαινε από το μυστικό της και κυλούσε στα πόδια της. Έσκυψε αθώα και σήκωσε τον χιτώνα της να κοιτάξει. Ο δαίμονας πίσω από τον βράχο βόγκηξε κι έπιασε το σάρκινο σπαθί που συσπόταν ανεξέλεγκτα.
  
    «Θέλω να σε σκίσω και να μπω μέσα σου», της  ψιθύρισε  ξεψυχισμένα κι εκείνη τη στιγμή η Λίβελε είδε πως πάνω στα μπούτια της κυλούσε αργά μια κατακόκκινη αιμάτινη γραμμή.
   Λύθηκαν τα γόνατά της από την τρομάρα κι έπεσε κάτω. Κυλίστηκε στο γρασίδι κι άρχισε να κλαίει.
   «Όχι, μη φεύγεις, σε θέλω!». Ούρλιαξε σπαρακτικά ο μαύρος βράχος απέναντί της, μα εκείνη τίναξε τα πόδια και σύρθηκε μακριά του απεγνωσμένη.
   «Είχε δίκιο η Ήβηβελ, τώρα θα πεθάνω», σκέφτηκε με ντροπή και θλίψη.
   Γύρισε τρέμοντας στον μικρό κήπο της κι έκρυψε το αίμα της δένοντας ένα πανί γύρω κι ανάμεσα στα πόδια της. Έπλυνε προσεχτικά το χιτώνα και τα μπούτια της κι αναρωτήθηκε πόσο θα ζούσε ακόμα. Έκλαψε πάλι. Συνέχεια έκλαιγε. Κρύφτηκε από την Ήβη, να μην τη δει κι ανακαλύψει την αμαρτία της. Δεν ήθελε δίπλα της κανέναν. Έφυγε κρυφά και βιαστικά για ένα μοναχικό οδοιπορικό μέσα στα εφτά επίπεδα του Παραδείσου, θέλοντας να προλάβει να δει όσα περισσότερα μπορούσε πριν πεθάνει.
    
   Οι μέρες περνούσαν κι ο Σαμουέλ έλιωνε κολλημένος πάνω στον καθρέφτη, ώσπου επέστρεψε ο πατέρας του και τον βρήκε αναίσθητο από το κρασί στο πάτωμα του δωματίου του.
   «Με απογοητεύεις. Πάντα με απογοήτευες», του είπε χλευαστικά όταν συνήλθε.
   «Δεν έχω ακόμα απογοητεύσει τον εαυτό μου», απάντησε με μια γκριμάτσα μίσους στο πρόσωπο ο Σαμουέλ.  
   «Φταίει αυτή καταραμένη η μάνα σου», σφύριξε ανάμεσα απ τα δόντια ο Εωσφόρος, κι έκανε τον γιό του να βγάλει φλόγες από το μένος.
   «Δεν ήσουν αντάξιός της», βρυχήθηκε έτοιμος για φόνο ο Πρωτότοκος.
   Ο Εωσφόρος γέλασε. Το άγριο ειρωνικό γέλιο του ακούστηκε σ όλη την επικράτεια.
   «Την θυμάσαι καλύτερη από μένα;», συνέχισε να γελάει.
   «Μήπως θυμάσαι τη μέρα που σε πέταξε σε μένα, για να μπορεί ανεμπόδιστα να θρέψει την κορούλα της;», τον κορόιδεψε ισοπεδώνοντας κάθε καλή του ανάμνηση.
   «Εσύ με πήρες απ αυτήν», έσφιξε τα δόντια για να μη δακρύσει ο δαίμονας.
   «Όχι, γιέ μου, εγώ σε είχα ήδη παρατήσει σε αυτήν. Όταν γεννήθηκε η Κόρη, σε έδιωξε μόνη της απ τον Παράδεισο για να μην της χαλάς την τέλεια εικόνα ομορφιάς που είχε φτιάξει», ειρωνεύτηκε με φιδίσιο σύριγμα ο αρχιερέας κι έφτυσε φωτιά στο πάτωμα.
    
   Διέταξε να τον στείλουν στην έκτη επικράτεια, στα ορυχεία της φωτιάς, εκεί που η πραγματικότητα κατέρρεε ξαφνικά κάτω απ τα πόδια σου και σε κατάπινε το πυρ.
   «Δείξε μου τι αξίζεις», του πιασε με τα δυο δάχτυλα το σαγόνι και τον φίλησε στο στόμα πριν τον πάρουν αλυσοδεμένο.
   «Θα σε ρίξω από το θρόνο σου», υποσχέθηκε στον εαυτό του ο Σαμουέλ, κι η μόνη του έγνοια ήτανε πια η τύχη του Άδαμ.
    
   Τον μικρό δαίμονα τον έδωσαν στον Βαλταζαάρ, έναν από τους σκληρότερους και πιο αιμοδιψείς δαίμονες όγδοου βαθμού σε όλες τις επικράτειες. Ήταν ζήτημα αν θα ζούσε για να πάρει τον δεύτερο βαθμό. Ο νεαρός πίστεψε στην αρχή πως ο ίδιος ο δάσκαλός του τον είχε δώσει, κι έχασε κάθε επιθυμία για να συνεχίσει. Γρήγορα όμως κατάλαβε από τις ειρωνείες του νέου δασκάλου του την τύχη του Σαμουέλ και πείσμωσε σαν διάολος να επιβιώσει για να τον σώσει. Ο αλλόκοτος δαιμονάγγελος του είχε μεταδώσει ένα βαρύ φορτίο πίστης και αλτρουισμού, που κανένας άλλος δεν θα άντεχε να σηκώσει μέσα στα μπουντρούμια της Κόλασης.
    
   Η Λίβελε έμαθε γρήγορα πως αυτό που είχε πάθει δε θα τη σκότωνε, μα θα το κουβαλούσε σε όλη της τη ζωή. Η αιμορραγία σταμάτησε μέσα σε δυο τρεις μέρες αλλά εικοσιπέντε μέρες μετά απροσδόκητα άρχισε πάλι. Κι αυτό συνέχιζε να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, σε όλο το ταξίδι της μέχρι τον έβδομο ουρανό. Περνούσε από μεγαλειώδεις κρεμαστούς κήπους με παραδεισένια πουλιά, από πολύχρωμα ποτάμια με κατάλευκους κύκνους, από λουλουδιασμένα δρομάκια που μοσχοβολούσαν όλα τα αρώματα της άνοιξης. Μα το κελάηδισμα των πουλιών κι η δροσιά των ποταμών και το άρωμα των λουλουδιών δεν την άγγιζαν. Όλα την έπνιγαν. Ένιωθε φυλακισμένη μέσα σε ένα χρυσό κλουβί. Και το μόνο που της προκαλούσε χαρά πια ήταν η σκέψη να ξαναγυρίσει στα μαύρα ηφαιστειακά βράχια. Αυτό που την ωθούσε να συνεχίζει όλο και πιο μακριά ήταν η ελπίδα της να βρει την πόρτα του κλουβιού και να προσπαθήσει να την ανοίξει. Έχασε τον καιρό της άδικα, και απογοητευμένη κίνησε βιαστικά για το ταξίδι της επιστροφής. Το μόνο που είχε βρει στο οδοιπορικό της ήταν κενό και όμορφα καλυμμένη ψευτιά. Μια επίφαση ευτυχίας που φτιασίδωνε ναρκωμένες επιθυμίες. Και όλοι οι άγγελοι γύρω της ζωντανοί νεκροί, κοιμισμένα άβουλα πλάσματα που αγνοούσαν την κατάντια τους και δοξολογούσαν την Μητέρα Ον για την ομορφιά και την αγάπη της. Μα πώς μπορούσαν να θεωρούν αγάπη το τίποτα; Τη σαχλή τρυφερή παραδοχή της ανικανότητάς τους για πράξεις;
    
   «Θέλω να σε σκίσω και να μπω μέσα σου», της είχε ψιθυρίσει με τρεμάμενη ειλικρίνεια ο δαίμονας.
   «Μήπως αυτό δεν θα πρεπε να σημαίνει αγάπη;», κατηγόρησε τον εαυτό της για την τότε ανωριμότητά της.
   Να θες να ενωθείς με κάποιον, να βρεθείς τόσο κοντά του, που το κορμί του να γίνει κορμί σου και η σκέψη του σκέψη σου. Να θες να χυθεί η ζωή σου μέσα στη δική του και να τη μοιραζόσαστε για πάντα, ακόμα κι όταν πια οι δυο σας θα είστε μακριά.
    
   Και τάχυνε όσο μπορούσε το βήμα της, να φτάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν στο μυστικό τους μέρος. Προσπάθησε ακόμα και να πετάξει, ξέροντας πως μονάχα οι φτερούγες της Ον ήταν τόσο δυνατές που να της επιτρέπουν να πετάει. Τα φτερά της ωστόσο δεν ήταν άχρηστα. Τη βοηθούσαν να αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα, και υπήρχαν στιγμές που πράγματι τα πόδια της δεν άγγιζαν το έδαφος. Δυο ολόκληρες εποχές από την ημέρα που είχε λιποτακτήσει, η Λίβελάι-ελ επέστρεψε στα μαύρα κρυσταλλικά βράχια κατάκοπη και ταλαιπωρημένη, μα με τη βεβαιότητα πως ήξερε πια τι ήθελε στη ζωή της. Ήθελε τον τρομερό της δαίμονα, να τον αγγίζει, να τον κρατά στην αγκαλιά της και να μοιράζεται μαζί του το ιερό μυστικό. Μα ο δαίμονάς της δεν ήταν πια εκεί. Ο άνεμος σφύριζε το τραγούδι της επιθυμίας χαϊδεύοντας τη μαύρη πέτρα, μα ο δαίμονας ήταν άφαντος. Τον περίμενε μέρες, ώσπου οι μέρες γίνανε βδομάδες. Κι ύστερα τον περίμενε βδομάδες, ώσπου οι βδομάδες γίνανε μήνες.
    
   Ο Σαμουέλ δεν ήταν σίγουρος με ποιον τρόπο κατάφερνε τρεις εποχές σχεδόν να επιβιώνει μέσα στα ορυχεία της φωτιάς. Κανείς δε ζούσε πάνω από μισό χρόνο εκεί κάτω. Κι εκείνος, δυο τρεις μήνες πριν είχε αγγίξει τα όριά του κι είχε αφεθεί σε έναν επιθανάτιο ύπνο. Μα κάτι τον είχε χαϊδέψει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και τον είχε ξυπνήσει και του δινε κάθε μέρα καινούριο κουράγιο. Είχε γλιτώσει κι άλλους, τους βοηθούσε και καθησύχαζε την αγριεμένη απορία τους. Τους έλεγε την απαγορευμένη αλήθεια. Τους ξύπναγε υποσυνείδητες σαρκικές μνήμες. Επικαλούταν το όνομα της Όνονεΰ Ον χωρίς ντροπή και εξόργιζε τους υποταγμένους στον αρχιερέα Γεννεώ φύλακες. Η βλασφημία του έφτασε μέχρι τα αυτιά του Πατέρα του.
   «Θα σου δώσω αυτό που θέλεις», βρυχήθηκε πετώντας φλόγες ο Εωσφόρος και διέταξε να τον φέρουν στα διαμερίσματά του.
    
  Τον πέταξαν αλυσοδεμένο στο πάτωμα του δωματίου κι η πιο γλυκιά συγκυρία στη ζωή του ήταν πως τον άφησαν μόνο του για λίγα λεπτά δίπλα στο γυάλινο παράθυρο στον πέτρινο τοίχο. Την είδε αμέσως. Τον είδε κι εκείνη, κι άπλωσε τα χέρια της στο βράχο σαν για να τον αγκαλιάσει.
   «Σε θέλω», βιάστηκε να εξιλεωθεί για τη δειλία της. Οι ουρανοί του Παραδείσου σκοτείνιασαν άξαφνα στο άκουσμα της ανόσιας έκκλησης.
   «Σ αγαπώ», βιάστηκε να εξιλεωθεί για το θράσος του. Οι κολώνες της Κόλασης έτριξαν τραχιά στο άκουσμα της καταραμένης λέξης.
   «Γύρισα για σένα», χάιδευαν το βράχο τα χέρια της κι ένιωθαν το άγγιγμα κι οι δύο.
   «Γιατί τώρα;», τσάκισε η φωνή του από παράπονο κι έσπρωχνε με το κορμί του το κρύσταλλο λες και θα μπορούσε να το σπάσει και να χωθεί απέναντι.
   Είδε τα χέρια του που ήταν δεμένα με χοντρές αλυσίδες. Κοιτάχτηκαν στα μάτια με αγωνία.
   Φύγε», την παρακάλεσε τρυφερά.
   Περίμενε το θάνατό του, ήξερε πως σε μια μάχη σώμα με σώμα με τον Πατέρα του θα ήταν ο ηττημένος. Τι άλλο είχε να περιμένει εκτός από ταπείνωση και θηριωδία;
   «Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω πια. Δεν ανήκω στους αγγέλους».

   Ο Σαμουέλ κοίταξε την Λίβελε με αμέτρητη κατανόηση. Το χρυσό φως πάνω στα λευκά της μαλλιά ήτανε πια δικό της κι όχι της Μητέρας. Τα χρυσοκάστανα μάτια της κοιτούσαν έναν δαίμονα κι όχι αγγέλους. Οι φτερούγες της δεν ήταν κουρνιασμένες πάνω στην πλάτη της αλλά ορθώνονταν προστατευτικά κι αγκάλιαζαν τον πέτρινο αντικατοπτρισμό του. Ο χιτώνας της, σκισμένος και βρώμικος, άφηνε ξεδιάντροπα να φαίνονται οι στρογγυλάδες των μηρών της. Όχι, δεν ανήκε πια σ αυτούς.

  «Πήγαινε, μίλα στη Μητέρα. Θα μας βοηθήσει», της είπε ψέματα.

   «Πες της, την ζητάει ο Σαμουέλ, ο γιός της», συνέχισε το ψέμα του δακρύζοντας τελικά. Οι κολώνες της Κόλασης ρίγησαν πάλι.

   «Γρήγορα! Βιάσου!», προσπάθησε να της χαμογελάσει.

   Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο Εωσφόρος. Έσμιξε τα μάτια του αγριεμένα κι έδειξε τα δόντια του. Ο Σαμουέλ στεκόταν με την πλάτη στο γυάλινο μπάλωμα του βράχου, με ένα αλλόκοτο χαμόγελο στα χείλη και δυο ποτάμια δάκρια στα μάτια. Ο αρχιερέας νευρίασε περισσότερο. Τον κοίταξε ερευνητικά.

  «Ποιος είναι από πίσω; Η Πόρνη η μάνα σου; ή το Μπάσταρδο η αδερφή σου; Νομίζεις πως θα σε σώσουν;», έφτυσε τις λέξεις με κυνισμό και αηδία.

   «Δεν είναι κανείς. Μόνο ένας βράχος», τον χλεύασε ο Σαμουέλ.

   Ο γιγάντιος αρχιδαίμονας τον πλησίασε απειλητικά με δυο δρασκελιές και τον έπιασε με το τεράστιο χέρι του από το λαιμό. Τον έσφιξε λυσσασμένα. Ο Σαμουέλ παρακάλαγε η μικρή αγαπημένη του να είχε φύγει, να μην γίνει μάρτυρας όσων θα επακολουθούσαν. Έφτυσε τον Πατέρα του στο πρόσωπο κι έκλεισε τα μάτια χάνοντας την αναπνοή του.

   «Όχι, δε θα ναι τόσο εύκολο», γέλασε ο αρχιερέας πετώντας τον γιό του βίαια στο πάτωμα.

   «Πρώτα θα σε αφήσω να χάσεις τις ρομαντικές σου ελπίδες. Να καταλάβεις πως δεν έχεις τίποτα να περιμένεις από κανέναν. Κι ύστερα... ύστερα θα σαι έτοιμος για την τιμωρία», κάγχασε ευχαριστημένος με την απόφασή του και τον άφησε στο ίδιο εκείνο δωμάτιο ορίζοντας φρουρούς απέξω.

   Ο Σαμουέλ σύρθηκε γδαρμένος και πονεμένος κι ακούμπησε καθιστός το κεφάλι του στο ημιδιάφανο πέτρωμα του καθρέπτη. Χαμογέλασε ευτυχισμένος. Ίσως να προλάβαινε να τη δει ακόμα μια φορά πριν πεθάνει.

   Στους Ουράνιους κήπους της Μητέρας, μέσα στα προσωπικά της διαμερίσματα όπου οι πηγές έτρεχαν μέλι και γάλα και τα δέντρα κάρπιζαν όλο τον χρόνο, η Λίβελε έτρεξε βρώμικη και λαχανιασμένη και ζήτησε να δει την Όνονεΰ Ον. Οι αδερφές που ζούσαν στον Κήπο της γέλασαν καλόκαρδα και την πήραν με τρυφερή επιμονή να την πλύνουν και να τη χτενίσουν. Η Λίβελε εκνευρίστηκε μα έκανε υπομονή, σκεπτόμενη τη Μητέρα να την αγκαλιάζει και να την ακούει με συμπόνια και αγάπη. Ύστερα θα άνοιγε την αγκαλιά της και τις Πύλες του Παραδείσου και θα αποκαθιστούσε τον αγαπημένο της στην ορφανή θέση στο πλευρό της. Αφέθηκε στα μοσχοβολιστά λουτρά και τους μεθυστικούς αφρούς η μικρή αγγελίνα, και καρτέρεψε τις αδερφές της να τη χτενίσουν και να τη ντύσουν για να παρουσιαστεί μπροστά στη Μητέρα.  Φρεσκολουσμένη και αρωματισμένη, με έναν κατάλευκο χιτώνα να καλύπτει το μεταλλαγμένο της κορμί, η Λίβελάι-ελ στάθηκε μπροστά στις ρόδινες πόρτες του δωματίου της Ον και τις άνοιξε θαρρετά. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε από ελπίδα και χαρά. Η μεγάλη Μητέρα την υποδέχτηκε με μεγαλόπρεπο χαμόγελο. Και της τα είπε όλα, για τους βράχους που της τραγουδούσαν, για την συνάντησή της με τον δαίμονα, για τη φυγή της και την επιστροφή της, για την αγάπη που είχε νιώσει για τον Σαμουέλ, για την φυλάκισή του και την έκκλησή του για βοήθεια. Η Μητέρα δεν έπαψε στιγμή να χαμογελά συγκαταβατικά. Ύστερα σηκώθηκε από τον νεφελώδη θρόνο της κι ακούμπησε το χέρι της στοργικά στο κεφάλι της γονατισμένης Λίβελε.

   «Δεν μας επιτρέπεται καλή μου να επεμβαίνουμε στα έργα των δαιμόνων. Η αγάπη σου με συγκινεί, μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι αυτό», την σήκωσε από τους ώμους και την οδήγησε σαστισμένη έξω.
   Η Λίβελε μόλις κατάλαβε τι της είχε πει η Μητέρα αγρίεψε και ξέσπασε ανεπίτρεπτα.

   «Μα είναι ο γιός σου! Δεν τον αγαπάς; Δε νοιάζεσαι αν είναι δυστυχισμένος;»

   «Μα, για όλους νοιάζομαι, καλή μου. Και για σένα. Πήγαινε να ξεκουραστείς και να σκεφτείς πιο καθαρά. Η Ήβηβελ σε περιμένει με αγάπη», της γέλασε μελιστάλακτα και η Λίβελε ένιωσε αναγούλα για την ψευτιά και την απάθεια που την περιτριγύριζαν.

   Κατάλαβε με πίκρα πως δεν θα έφερνε καμία βοήθεια στον  Σαμουέλ, κι έκλαψε για την αδυναμία της να τον ελευθερώσει. Το αδελφικό αγκάλιασμα της Ήβηβελ της φάνηκε κι αυτό υποκριτικό. Την απέφυγε λυπημένη κι έσκυψε το κεφάλι της στις παλάμες της να κρύψει τα δάκρυά της.

   «Τι σου συνέβη, Λίβελε; Τι άλλαξε;», προσπάθησε να την πλησιάσει η Ήβη.

   «Άφησέ με», της απάντησε ξέπνοα.

   «Κάποτε μ αγαπούσες. Λέγαμε τα πάντα μεταξύ μας, ακόμη κι αυτά που δεν θα πρεπε να λέμε».

   «Μου είπες ψέματα. Είπες πως οι δαίμονες είναι φρικτά τέρατα. Ο αδερφός σου δεν είναι. Είναι καλός, και όμορφος, και τον αγαπώ», ξέσπασε σε αναφιλητά η μικρή αγγελίνα και κοίταξε την αποσβολωμένη Ήβη με εχθρότητα.

   «Ποιος αδερφός;», ψέλλισε με ειλικρινές σάστισμα η Πρώτη Κόρη και κοίταξε την αδερφή της σαν χαμένη.

   «Ο Σαμουέλ. Είναι φυλακισμένος. Ζήτησε τη βοήθεια της Μητέρας, μα εκείνη αρνήθηκε», σκούπισε τα μάτια της και το βλέμμα της έψαξε για κάποιο ίχνος αποδοχής.

   Η Ήβη έμοιαζε σοκαρισμένη. Όλες οι πεποιθήσεις της είχαν γκρεμιστεί με λίγες απλές λέξεις. Έσφιξε τα δόντια της και στα μάτια της γυάλισαν δάκρυα.

   «Θα σε βοηθήσω», την βεβαίωσε πεισμωμένη και τα δάκρυα στέγνωσαν πριν κυλήσουν.

   Ήξερε πράγματα που κανένας άγγελος εκτός από τη Μητέρα δεν ήξερε. Ήξερε για την αίθουσα με τα ιερά βιβλία, τα είκοσι ευαγγέλια του Παραδείσου. Τα ευαγγέλια που όταν ήταν μικρή είχε δει την μητέρα της να τα γράφει τις νύχτες δίπλα στους τριανταφυλλένιους φράχτες. Ήταν σίγουρη πως μέσα στις σελίδες τους θα έβρισκε έναν τρόπο να βοηθήσει τον Σαμουέλ. Μπήκε στη βιβλιοθήκη κρυφά.

   Οι είκοσι τόμοι με την ιστορία της δημιουργίας και τους νόμους του Παραδείσου δεν ήταν αναπαυμένοι όπως άλλα βιβλία σε ξύλινα ή πέτρινα ράφια. Πάνω ψηλά από το κεφάλι της Ήβηβελ, στην οροφή της βιβλιοθήκης, τα βιβλία αιωρούνταν το ένα δίπλα στο άλλο σχηματίζοντας έναν κύκλο σαν φωτεινό στεφάνι. Η Ήβη δεν θα μπορούσε να πετάξει για να φτάσει τα βιβλία, όμως από πολύ μικρή ήξερε πως η μοναδική καταγωγή της της είχε δώσει και κάποιες μοναδικές δεξιότητες. Είχε μάθει να το κρύβει καλά από όλους, μα όταν ήθελε μπορούσε να σκαρφαλώσει σε τοίχους σαν δαίμονας, ακόμα και να σταθεί ανάποδα σε ένα ταβάνι. Κρεμασμένη λοιπόν από την οροφή του δωματίου, έπιασε ένα ένα τα είκοσι βιβλία και ξεφύλλισε τα πειστικά γραμμένα μυστικά τους που έκρυβαν ολόκληρα ψέματα πίσω από μισές αλήθειες. Γιατί εθελοτυφλούσε τόσα χρόνια; Γιατί δεν μπορούσε απλά να παραδεχτεί αυτά που έβλεπε; Ήταν ο φόβος για τον εαυτό της, για εκείνο το κομμάτι της που έμοιαζε στον Πατέρα. Πόσες φορές δεν είχε ξορκίσει το δαίμονα μέσα της, μαθαίνοντας τελικά κι η ίδια να μην τον βλέπει, να μην τον ακούει, να μην τον νοιάζεται. Μα πάντα, σε όλη της τη ζωή, ήταν εκεί, πίσω από τα σκοτεινά μαύρα μάτια της, μέσα στην παθιασμένη καρδιά της, πάνω στις ανεπαίσθητες χρυσαφένιες προεξοχές που κρυμμένες μέσα στα μαλλιά της στόλιζαν το κεφάλι της. Κάποια στιγμή άρχισε να αντιλαμβάνεται ένα κωδικοποιημένο βιβλίο μέσα στα βιβλία. Παράξενες αταίριαστες σελίδες, κρυμμένες προσεχτικά μέσα στα κεφάλαια των Ευαγγελίων, έφτιαχναν το Μεγάλο Απόκρυφο Ευαγγέλιο. Παιδεύτηκε ώρες για να βρει έναν λογικό ειρμό και να καταφέρει να διαβάσει αυτό που πάντα ήταν γραμμένο. Τελικά βρήκε μετά από κοπιαστική μελέτη την επίκληση για δαίμονα, αλλά με λύπη διαπίστωσε πως είχε μια αδυναμία. Εκτός του ότι χρειάζονταν τρεις για να πουν τις καταραμένες λέξεις, το κάλεσμα θα είχε τέτοιες επιπτώσεις που γρήγορα θα γίνονταν από όλους αντιληπτές. Ίσως όμως για τον Σαμουέλ να ήταν διαφορετικά, αφού όπως έλεγε η Λίβελε δεν ήταν καθαρόαιμος δαίμονας. Ήταν δική τους η απόφαση αν θα το ρίσκαραν ή όχι.

   Γύρισε τρέχοντας στον κήπο που είχε αφήσει τη Λίβελε, μα εκείνη δεν ήταν πια εκεί. Ήξερε που να την αναζητήσει. Ξεκίνησε για τα ηφαιστειακά βράχια, πέρα από τα λιβάδια με τις φράουλες, μέσα στην μισοσκότεινη παραδεισένια νύχτα. Άρχιζε να συνειδητοποιεί πως οι πράξεις τους θα άλλαζαν την πορεία του κόσμου. Ίσως έτσι έπρεπε να γίνει. Μήπως άλλωστε η Ον δεν όριζε τα πάντα στα εφτά επίπεδα του Παραδείσου; Θα επέτρεπε να γίνει κάτι αν η ίδια δεν το ενέκρινε; Αυτή η σκέψη της έδωσε θάρρος. Αν δεν συμφωνούσε η Μητέρα της με όλα αυτά, σίγουρα θα είχε τρόπο να τα σταματήσει.

   Στο ευλογημένο κελί του, ο Σαμουέλ ανακάθισε ξαφνιασμένος από φωνές, ιαχές και επευφημίες που ακούγονταν από μακριά. Πάλι κάποια μάχη μεταξύ δαιμόνων είχε στηθεί κάπου στην επικράτεια. Συνηθισμένο φαινόμενο οι προκλήσεις, ειδικά από κατώτερους δαίμονες προς τους δασκάλους τους. Η ήττα σήμαινε θάνατο, η νίκη άνοδο στις βαθμίδες της Κόλασης. Κάποιος μικρός θα πέθαινε σήμερα, όπως γινόταν σχεδόν πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Αυτό που δεν ήξερε όμως ο Σαμουέλ ήταν πως ο δαίμονας που πάλευε για να κρατήσει τη θέση του εκείνη τη στιγμή ήταν ο Βαλταζαάρ. Κι ο διεκδικητής βέβαια δεν ήταν άλλος από τον νεαρό Άδαμ. Όταν λίγο αργότερα οι φωνές σώπασαν απότομα, ο Σαμουέλ κούνησε το κεφάλι λυπημένα. Σε λίγο μια ψιλόλιγνη μορφή λουσμένη στο αίμα τον επισκέφτηκε στο κελί του. Δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει. Μέσα σε λίγους μήνες είχε ενηλικιωθεί πια σαν δαίμονας, με μικρά κέρατα να φυτρώνουν στο μακρυμάλλικο κεφάλι του και το κορμί του να μεταμορφώνεται μέρα με τη μέρα από εφήβου σε άντρα.

   «Άδαμ!», του ξέφυγε μια ξαφνιασμένη κραυγή.

   Ώστε αυτός ήταν ο νεαρός διεκδικητής; Κι είχε καταφέρει να σκοτώσει ποιόν άραγε; Το βλέμμα του Σαμουέλ δεν μπορούσε να κρύψει ένα ίχνος φόβου. Ο ίδιος δεν είχε σκοτώσει ποτέ κανέναν.

   «Μη με φοβάσαι, Σαμουέλ», έτεινε το χέρι του να τον βοηθήσει να σηκωθεί από το πάτωμα.
   Όλα είχαν αλλάξει πάνω του. Το νεανικό ακόμα σώμα ήταν γεμάτο με παλιές και πιο πρόσφατες ουλές. Το βλέμμα του είχε σκληρύνει. Το στήθος και η κοιλιά του είχαν  καλυφτεί με μικρές μαύρες τρίχες. Το σαγόνι του επίσης. Ακόμη και η φωνή του είχε βαρύνει πολύ, κι είχε αποκτήσει μια χροιά πικρίας και μίσους. Τον έσφιξε στο λαιμό διστακτικά. Τα δεμένα χέρια του δεν έφταναν να απλώσουν παραπάνω, να του σφίξουν τους ώμους ή να τον αγκαλιάσουν. Κόντευε να τον φτάσει στο ύψος.

   «Μεγάλωσες», του είπε με δέος και θαυμασμό.
   Και τότε ο Άδαμ του έπιασε τα πληγωμένα από τις αλυσίδες χέρια μέσα στα δικά του και γονάτισε απότομα μπροστά του.

   «Συγχώρεσέ μου αυτό που έγινα», παρακάλεσε με το κεφάλι σκυφτό, κι ήταν και πάλι ο μικρός Άδαμ, αυτός που τον σήκωνε ο Σαμουέλ στην αγκαλιά του για να τον πάει στο κρεββάτι του.

   «Σήκω πάνω, μικρέ», τον τράβηξε αμήχανα από τα χέρια  και τον έστησε απέναντί του.
   «Κάποτε μου είπες πως με θαυμάζεις και θέλεις να μου μοιάσεις. Λυπάμαι που το λέω, μα νομίζω πως τα κατάφερες».

   Έσφιξαν τα δόντια κι οι δύο κι έσμιξαν τα φρύδια για να μη δακρύσουν.

   «Σκότωσα τον δάσκαλό μου», είπε κι έφτυσε την τελευταία λέξη με αποστροφή.
   «Τον έσκισα από το λαιμό μέχρι το σκήπτρο και το φχαριστήθηκα», έτριξαν τα δόντια του και συνέχισε απολογούμενος.

   «Καυχιόταν πως θα ήταν ο δήμιος σου. Τώρα εγώ έχω το βαθμό του και τη θέση του. Έχω τη θέση του Βαλταζαάρ».

Ο Σαμουέλ ανατρίχιασε στο άκουσμα του ονόματος.
  
   «Αν δε με καθαιρέσουν από τη θέση, θα...», ξεροκατάπιε ταραγμένος ο νεαρός.
  
   «Θα είσαι εσύ ο εκτελεστής», τον βοήθησε αναστενάζοντας ο μεγαλόσωμος δαίμονας.
  
   «Σαν δήμιος μπορώ να έχω δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω σου, μα μόνο αν έχω τον ίδιο ή ανώτερο βαθμό από σένα. Δεν μπορώ όμως να σκοτώσω ξανά», έσκυψε πάλι το κεφάλι, αυτή τη φορά από ντροπή.
   Ο Σαμουέλ κατάλαβε αμέσως. Υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει για να του δώσει τον βαθμό του. Κάτι που θα ισοδυναμούσε με δημόσιο εξευτελισμό, μα δεν τον πείραζε. Κάθε πράξη του φαινόταν αξιοσέβαστη, αν με αυτή θα είχε την ελπίδα να επιβιώσει και να συναντήσει  τον άγγελό του.
  
   «Ναι, αυτό θα γίνει», τον καθησύχασε  ήρεμος και χαμογελαστός.
   Ήταν ένα αλλόκοτο δίδυμο. Ένας θήτης που ήταν η μόνη ελπίδα σωτηρίας του υποψήφιου θύματος. Ένα θύμα που αγαπούσε τον υποψήφιο θύτη του σαν εαυτό. Και θα το αποδείκνυαν σύντομα μπροστά σε όλη την Κόλαση. Καταρρίπτοντας άγραφους νόμους και αλλάζοντας την ιστορία του κόσμου.
  

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια