Subscribe Us

Advertisement

Σαμουέλ και Λίβελε - Φυλακισμένοι στον Παράδεισο- μέρος β΄

 

 

   Στην  άλλη μεριά του καθρέφτη, η Λίβελε έπεσε λαχανιασμένη μπροστά στον γνώριμο μαυριδερό βράχο. Δυο μορφές φαίνονταν αχνά πίσω από τις κρυσταλλικές προεξοχές του. Δίστασε να φωνάξει το όνομά του. Κάποια διαίσθηση όμως έκανε τον Σαμουέλ να πλησιάσει. Την είδε πίσω απ το υαλοποιημένο πέτρωμα. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Μέσα στην απόγνωσή της όλη η ομορφιά του Παραδείσου είχε σταθεί πάνω της.
  
   «Δεν φέρνω ελπίδα», χάιδεψε θλιμμένη την κρύα πέτρα, κι ήταν σαν να χάιδευε το πρόσωπό του.
   «Το ξέρω, μόνοι μας θα την φτιάξουμε», της χαμογέλασε ενθαρρυντικά.
   Ο Άδαμ είχε σταθεί παράμερα, στην άκρη του δωματίου, κοιτώντας με μάτια ορθάνοιχτα το θαύμα που του χάριζαν ο άγγελος κι ο δαίμονας μπροστά του.
  
   «Η Μητέρα αρνήθηκε να βοηθήσει», επέμεινε απογοητευμένη.
   «Είναι η δεύτερη φορά που με αρνιέται», επιβεβαίωσε το οριστικό κλείσιμο εκείνης της πιθανότητας ο μοναχογιός της Ον.
   «Και τότε τι μένει για μας;», τον κάρφωσε με τα δακρυσμένα της μάτια.
  
   Του ήταν αδύνατον να της πει ψέματα πάλι.
   «Μένει να μου πεις το όνομά σου, για να ξέρω για ποια ζω».
   Ακούμπησε την ανάσα του πάνω στον τοίχο που τους χώριζε.
   «Λίβελε», ψιθύρισε πάνω στην αντανάκλαση των χειλιών του, κι άγγιξε κι εκείνη το κορμί του βράχου ανατριχιάζοντας.
  
   Το χέρι της Ήβηβελ στον ώμο της την τρόμαξε. Έσκυψε από πάνω της και κοίταξε τον αδερφό της κατάματα.
   «Αδερφέ», δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα πλατύ χαμόγελο.
   «Αδερφή», της γέλασε κι αυτός και μια σειρά κάτασπρα μυτερά δόντια φώτισαν το πρόσωπό του.
   «Βρήκα τρόπο να σε φέρω εδώ, μα θα ναι για λίγο και μάλλον θα το καταλάβουν κι άλλοι. Τουλάχιστον η Μητέρα. Και χρειαζόμαστε έναν ακόμα για την επίκληση».
  
   Ο Άδαμ πλησίασε χωρίς να χρειαστεί να του το ζητήσουν. Κοίταξε με βλέμμα αγριεμένο από την απορία τους δυο αγγέλους απέναντί του. Ένιωσε τη ματιά της Ήβηβελ εξεταστική πάνω του.
   «Θα είμαι ο τρίτος αν το θελήσετε», ακούστηκε απότομη, ταραγμένη και άστατη η νεανική φωνή του.
   Η Ήβη κοίταξε τον Σαμουέλ που της έγνεψε ναι, κι ύστερα την Λίβελε που με τη σειρά της χαμογέλασε το ναι.
  
   «Θυμήσου πως πρέπει να το θέλεις αληθινά. Κανένας δαίμονας δεν μπορεί να μπει στον Παράδεισο χωρίς και τη δική του θέληση», κοίταξε αυστηρά τον αδερφό της και τον έστειλε να σταθεί λίγα μέτρα μακριά.
   Ύστερα είπε στην Λίβελε και τον Άδαμ τις ιερές κι ανίερες λέξεις, να τις επαναλάβουν μαζί της. Το μόνο που άκουσε ο Σαμουέλ ήταν το όνομά του.
  
   Μια φορά... δύο... τρεις. Στην τρίτη ένιωσε να χάνει τις αισθήσεις του και κατάλαβε πως έπεσε κάτω. Αλλά το «κάτω» δεν ήταν μέσα στο δωμάτιο του πατέρα του. Έπεσε σε χώμα και δροσερό μαλακό χορτάρι. Γύρω του μοσχοβολούσαν λουλούδια και... ναι, ήταν φράουλες! Θυμόταν από μικρός τη μυρωδιά τους. Και ανοίγοντας τα μάτια, είδε γερμένη πάνω του την γελαστή ομορφιά της Λίβελε. Η καρδιά του χτύπησε τρελά. Νόμισε για λίγο πως δεν μπορούσε να ανασάνει. Ύψωσε το κεφάλι από ανάγκη, να βρει την ανάσα τη δική της, να την ρουφήξει να γεμίσει τα πνευμόνια του, να ζήσει μέσα από αυτήν. Παρέλυσε από απόλαυση. Σαν να έπλεε στον ουρανό. Η Λίβελε ένιωσε όλες τις φλέβες στο κορμί της να φουσκώνουν από έξαψη, σαν να γεννιόταν εκείνη τη στιγμή. Ήθελε να κλάψει από ευτυχία, να δηλώσει σε όλο τον κόσμο το άνομο πάθος της. Έγειρε περισσότερο πάνω του, ξάπλωσε το μικρό απαλό κορμί της πάνω στη σκληραγωγημένη αγριότητα του δικού του. Έκαιγαν και οι δύο. Η Ήβη παρόλη την αγωνία και την περιέργειά της, έστρεψε με κόπο την προσοχή της στον Άδαμ πίσω από τον βράχο για να τους αφήσει την ελευθερία να ζήσουν αυτό που ήθελαν, έστω και για λίγο.
  
   Μέσα στα θεριεμένα χόρτα, θέριεψε και η λαχτάρα των δυο παράνομων εραστών. Εκείνη του χάιδεψε τα κέρατα κι έμπλεξε γύρω τους τις μπούκλες των μαλλιών του. Εκείνος έφερε τα δεμένα του χέρια πίσω απ το λαιμό της, πάνω στις φτερούγες της, τελικά στη λεπτή μέση της και την έσφιξε πάνω του. Κατάλαβε πως το πιο απαλό κομμάτι του κορμιού του ήταν εκείνο το ζωντανό σπαθί που έψαχνε τη θήκη του. Τον άγγιξε εκεί. Ήταν καυτός και βελούδινος και στο άγγιγμά της αντέδρασε με ένα απότομο τίναγμα. Ο Σαμουέλ γρύλισε ανάμεσα απ τα σφιγμένα του δόντια, προσπαθώντας να συγκρατήσει τη βίαιη φύση του. Έτρεμε ολόκληρος. Η Λίβελε συνειδητοποίησε επιτέλους πως η επόμενη κίνηση ήταν δική της κι αυτό την έκανε να  αποφασίσει αμέσως. Το κορμί της εναπόθεσε ένα υγρό φιλί πάνω στην κόψη του δικού του κι ύστερα, με ένα ενστικτώδες σάλτο, κλείνοντας τα μάτια από φόβο και αγαλλίαση, τον έβαλε άξαφνα μέσα της. Έτριξαν οι σάρκες βουβά, ανοίγοντάς τους δρόμο για την ολοκλήρωση. Βόγκηξαν και οι δύο, από πόνο και δέος και από απίστευτη ικανοποίηση. Έκαναν ακριβώς την ίδια σκέψη. Πώς είχαν ζήσει τόσα χρόνια χωρίς αυτή την καταλυτική αίσθηση. Και πόσο κρίμα ήταν που δεν ένιωθαν το ίδιο εκείνη τη στιγμή όλα τα ζωντανά πλάσματα στον κόσμο. Η μακριά ουρά του δαίμονα είχε τυλιχτεί ασφυκτικά γύρω από τα πόδια τους δένοντάς τους σε ένα, ερωτευμένη κι εκείνη με την αίσθηση του αγγελικού δέρματος πάνω της.  Οι φτερούγες στην πλάτη της Λίβελε φτεροκόπησαν χαρούμενες, τρέμοντας από ηδονή. Ακράτητοι και παθιασμένοι, αδαείς και άπειροι, τελείωσαν γρήγορα, ο ένας μετά τον άλλο, στενάζοντας, κλαίγοντας και γελώντας. Δεν είχαν μέτρο σύγκρισης, μα ένιωθαν και οι δύο πως μόλις είχαν βιώσει ότι ομορφότερο μπορούσε να τους συμβεί στη μακρόχρονη ζωή τους. Δεν μπορούσαν καν να διανοηθούν το πώς θα έμοιαζε η επόμενη φορά. Βγήκε από μέσα της υγρός και βαμμένος με μια στάλα από αγγελικό αίμα. Χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μια λέξη, αποκοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι, κι ήταν εκείνος ο πιο λυτρωτικός ύπνος που τους είχε πάρει ποτέ. 
  
   Ο Σαμουέλ ξύπνησε στο σκληρό πέτρινο πάτωμα του δωματίου του Εωσφόρου, μόνος του μέσα στο σκοτάδι. Ολομόναχος. Πόνεσαν τα μηνίγγια του από την ξαφνική θλίψη και την έλλειψη της ζεστής αγκαλιάς της Λίβελε. Σαν μαχαιριά τον έσκισε η θαμμένη ανάμνηση μιας άλλης στιγμής αποχωρισμού. Εκεί μπροστά στον ίδιο βράχο που τον είχε βρει η μικρή αγγελίνα, μικρό παιδί τον είχε εγκαταλείψει η μητρική αγκαλιά. Θυμήθηκε το βλέμμα της, τόσο ακατανόητα σκληρό και απόμακρο. Κι ύστερα είχε βρεθεί στην σκοτεινή κι άγρια Κόλαση, χωρίς αρώματα λουλουδιών, χωρίς τραγούδια πουλιών, χωρίς απέραντους γαλάζιους ουρανούς, χωρίς μάνα να τον χαϊδεύει και να του μιλάει με τρυφερότητα. Είχε ξεχάσει τον πόνο, την απογοήτευση, την ντροπή, τον χλευασμό που τον είχαν διαμορφώσει σιγά σιγά σε αυτό που είχε γίνει. Είχε αποδεχτεί την σκληρότητα του Πατέρα του, που χρόνο με το χρόνο μεγάλωνε μαζί του. Πόσο άραγε έφταιγε κι εκείνος; Εκδιωγμένος στα υπόγεια του κόσμου, ενός κόσμου που είχε κι ο ίδιος συμβάλει στη δημιουργία του. Για μια στιγμή μονάχα ένιωσε να τον συμπονά και να τον καταλαβαίνει. Μετά γύρισε πάλι στην καρδιά του το μίσος, μίσος και για τους δύο, που τον είχαν γεννήσει για να τον βασανίζουν. Κι ύστερα, άξαφνα, σαν στάμνα που την γυρίζουν ανάποδα άδειασε και το μίσος του κι απόμεινε μια πρωτόγνωρη ευγνωμοσύνη. Ευγνωμοσύνη που είχε γεννηθεί κι είχε ζήσει κι είχε φτάσει μέσα στο αγγελικό κορμί της Λίβελε για να νιώσει τι σημαίνει τελικά να ζει.
   Εκείνη είχε ξυπνήσει αμέσως μόλις αντιλήφθηκε την απουσία του, κι η Ήβηβελ της χάιδευε τα μαλλιά καθησυχαστικά. Έκλαψε στην αγκαλιά της και την άφησε να την πάει πίσω στον κήπο τους. Είχε μέρες να φάει κι η αδυναμία είχε αρχίσει να την καταβάλει. Η Ήβη της έφερε φρούτα με ξηρούς καρπούς και γάλα με μέλι, και της εκμυστηρεύτηκε τους φόβους της.
  
   «Αν μας καταλάβουν μπορεί να μας τιμωρήσουν», ψιθύρισε με μια καινούρια αγωνία να της ταράζει το νου.
   Μιλώντας με τον Άδαμ είχε νιώσει μια οικειότητα απρόσμενη για τον νεαρό δαίμονα, μια συμπάθεια και μια τονωτική ζεστασιά στην καρδιά της. Άραγε έτσι κάπως να ένιωθε και η Λίβελε για τον αδερφό της; Φοβόταν να απαντήσει, φοβόταν ακόμα και να το σκεφτεί. Και ακόμα χειρότερα, είχε νιώσει την επιθυμία να επισκεφτεί την Κόλαση. Ο μυστηριώδης σκοτεινός υπόγειος κόσμος με τις σπηλιές και τα φλεγόμενα ποτάμια του της ασκούσε μια ελκτική δύναμη που δεν ήξερε αν οφειλόταν στο δαιμονικό αίμα που κυλούσε στις φλέβες της ή στην άγρια ομορφιά του νεαρού Άδαμ.
  
   «Εγώ φταίω, όχι εσύ», παραδέχτηκε μασουλώντας αργά η Λίβελε.
  
   «Εγώ βρήκα και έκανα την επίκληση. Και θα την ξανακάνω», παραδέχτηκε με τη σειρά της και η Ήβηβελ και χωρίς να το θέλει ένα πονηρό χαμόγελο γράφτηκε στα σαρκώδη προκλητικά χείλη της.
  
   Τελικά δεν ήταν η τιμωρία που φοβόταν. Ούτε και η έλξη που της ασκούσε ο μικρός δαίμονας και η χώρα του. Αυτό που την φόβιζε ήταν η πιθανότητα να την αρνηθούν και οι δύο, ο άντρας και η Κόλαση.

 
   Για δύο ολόκληρα εικοσιτετράωρα η Ήβηβελ έκανε ότι ήταν δυνατόν για να κρατήσει τη Λίβελε μακριά από τα ηφαιστειακά βράχια και τον αδερφό της. Περίμενε να δει αν θα υπήρχε κάποια αντίδραση από την Όνονεΰ Ον. Κάποια υπόνοια πως είχε αντιληφθεί την παρουσία του Σαμουέλ στον Παράδεισο και πως αντιτιθόταν σε αυτήν. Θεώρησε καλό σημάδι την απόλυτη σιγή. Είτε δεν είχε καταλάβει κανείς τίποτα, είτε η Ον ενέκρινε ανεπίσημα τις κρυφές πράξεις τους. Τελικά υπέκυψε στις πιέσεις της Λίβελε και αργά την τρίτη νύχτα την συνόδεψε στα μαύρα βράχια. Ο Σαμουέλ ήταν εκεί, γερμένος αδύναμα πάνω στον κρυστάλλινο τοίχο. Φαινόταν εξουθενωμένος και άρρωστος. Τα χέρια του έτρεχαν αίμα από τις αλυσίδες, και τα γδαρσίματα στην πλάτη του από την βίαιη πρόσκρουση στο πάτωμα είχαν γίνει σχεδόν μαύρα σαν βαθιές κακοφορμισμένες πληγές. Είχε πάνω από τρεις μέρες να φάει και να πιει οτιδήποτε. Οι ανάγκες του για νερό ήταν λιγοστές, αλλά και πάλι η δίψα είχε αρχίσει να τον βασανίζει όσο και ο πόνος. Μόλις κατάλαβε την αγγελική παρουσία πίσω από τον τοίχο αμέσως ζωντάνεψε και το πρόσωπό του φωτίστηκε από πλατύ χαμόγελο. Είχε αρχίσει να φοβάται πως δεν θα προλάβαινε να την ξαναδεί.
  
   «Χρειάζεσαι βοήθεια», έκλαψε πάνω στον βράχο η Λίβελε.
  
   «Σε σκεφτόμουν συνέχεια», της χαμογέλασε εκείνος.
   Σηκώθηκε με κόπο από κάτω και πλησίασε την πόρτα. Άρχισε να φωνάζει άγρια και να την κλωτσάει με απίστευτη δύναμη. Η πόρτα έτριζε φρικτά σε κάθε του χτύπημα. Γρήγορα του άνοιξαν, με μακριά τρίκορφα δόρατα να σημαδεύουν το κορμί του.
  
   «Θέλω τον εκτελεστή. Θέλω να διαπραγματευτώ μαζί του», έφτυσε και τους δυο φρουρούς, ξέροντας πως τον φοβούνταν.
   Ο ένας έτρεξε να φωνάξει τον Άδαμ. Ο άλλος υπακούοντας στην διαταγή του πρωτότοκου δαίμονα του έδωσε το κανάτι με το κρασί και το κατσικίσιο κρέας που θα έτρωγε εκείνος. Προτιμούσε να μείνει νηστικός παρά να τα βάλει με τον γιο του Αρχιερέα. Το ότι εκείνος ήταν οπλισμένος και ο Σαμουέλ δεμένος με αλυσίδες δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Κυκλοφορούσαν φήμες πως ο γιός του Εωσφόρου είχε νοητικές δυνάμεις ικανές να σε υποτάξουν στη θέλησή του. Πολλοί έλεγαν πως τα λόγια του και το βλέμμα του μάγευαν και αποπλανούσαν ακόμα και τον πιο σκληροπυρηνικό δαίμονα. Έλεγαν ακόμα πως αν ήθελε μπορούσε να μαγέψει ακόμα και άγγελο. Οι φρουροί δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να μπλεχτούν μαζί του. Η μόνη διαταγή που τους είχε δοθεί ήταν να μην τον αφήσουν να βγει από την πόρτα. Και αυτό μόνο έκαναν. 
  
   Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω από τον Άδαμ και οι επικαλούμενοι μαζεύτηκαν γύρω από την πύλη, ο Σαμουέλ ξάπλωσε στο έδαφος. Σχεδόν ένιωσε να διαλύεται και να επανασυναρμολογείται. Αμέσως βρέθηκε μέσα στην μικρή αγκαλιά της Λίβελε και ακόμα κι ο πόνος υποχώρησε. Φιλήθηκαν στο στόμα τρυφερά. Το άγγιγμά της, όπως των περισσότερων αγγέλων, μπορούσε να γίνει θεραπευτικό. Μαύρο αίμα κύλησε από τις πληγές στην πλάτη του, καθαρίζοντάς τες. Μα οι αλυσίδες στα χέρια του είχαν γδάρει το δέρμα του τόσο που κόντευαν να παραλύσουν τα δάχτυλά του. Τα χέρια του ήταν σταυρωμένα με τους καρπούς εκτεθειμένους στο σκληρό μέταλλο, που είχε φάει τη σάρκα του ζητώντας λες να φτάσει στις φλέβες του και να τον σκοτώσει.
  
   «Μπορώ να σπάσω τις αλυσίδες, μα υπάρχει κίνδυνος να χτυπήσω κι εσένα», άπλωσε η Ήβηβελ τα δυο της δάχτυλα σαν όπλο, με τον αντίχειρα να αγκαλιάζει μέσα στη χούφτα της τον μικρό και τον παράμεσο.
  
   «Έχεις την πύρινη ρομφαία!», γέλασε ο αδερφός της και της έτεινε τα χέρια με εμπιστοσύνη. 
   Η Ήβη του έκλεισε το μάτι πονηρά.
   «Αχ, πόσα σπουργιτάκια εξαφανίστηκαν στους κήπους που έπαιζα μικρή. Έχεις το δαίμονα μέσα σου, με μάλωνε η Μητέρα όποτε με έβλεπε να πετάω φωτιές».
  
   «Είσαι πιο δαίμονας από μένα», της είπε ο Σαμουέλ, κι εκείνη το πήρε σαν κοπλιμέντο.
  
   «Λάθος παιδί κράτησε στον Παράδεισο η μάνα μας», είπε σοβαρά και πριν τελειώσει την πρόταση είχε κατεβάσει απότομα τα δάχτυλα προς τα χέρια του αδερφού της και πύρινες σφαίρες έσπασαν το μέταλλο με κρότο.
  
   Έκλεισαν τα μάτια για να αποφύγουν τις σπίθες. Οι αλυσίδες είχαν τιναχτεί στο έδαφος. Οι τρίχες και το δέρμα στα χέρια του είχαν τσουρουφλιστεί. Η Ήβη άφησε την Λίβελε να ασχοληθεί με την περίθαλψη του αδερφού της κι έστρεψε την προσοχή της στον νεαρό δαίμονα πίσω από τον βράχο που την κοιτούσε με αμέτρητο θαυμασμό.
  
   «Κάποια μέρα πρέπει να γνωρίσω τον Πατέρα», την άκουσαν να λέει και μετά η προσοχή τους στράφηκε στις δικές τους ανάγκες.
   Η μικρή αγγελίνα είχε μαζέψει διάφορα φύλλα από φυτά και θάμνους που φύτρωναν γύρω και τα έτριψε μέσα στις χούφτες της. Έσκισε μια λουρίδα από το χιτώνα της και έφτιαξε δυο επιδέσμους για τα χέρια του. Ανάμεσα στο ύφασμα έβαλε και τα πολτοποιημένα φύλλα από τα αντισηπτικά και παυσίπονα βότανα. Της ήταν πολύ δύσκολο να το κάνει αυτό, μιας και η θέα των τραυμάτων και του αίματος της προκαλούσε τάση λιποθυμίας, αλλά ο δαίμονας της χαμογελούσε με αγάπη, κρύβοντας τέλεια τον πόνο του. Κι όταν τελείωσε κι έδεσε το πανί πάνω στους καρπούς του τα μουδιασμένα του δάχτυλα την αντάμειψαν με ατέλειωτα τρυφερά χάδια σε όλο της το κορμί. Δεν την είχε ξαναδεί ολόγυμνη. Έσυρε απαλά τα νύχια του πάνω στα μικρά της στήθη. Η ανάμνηση του θηλασμού τον έκανε να κολλήσει τα χείλη του πάνω στις χαντρούλες που έφτιαχναν οι ροδοκαφετιές ρόγες της. Βόγκηξε από ηδονή εκείνη και τον έκανε να συνεχίσει πιο επίμονα. Την δάγκωσε, την θήλασε, μέχρι που έκανε τα γόνατά της να τρέμουν. Άνοιξε δειλά τα πόδια της, καλώντας τον να μπει μέσα της. Έγινε κάστρο πάνω απ το κορμί της, τα χέρια του έγιναν κολώνες και το στήθος του στέγη της. Απόλαυσαν κι οι δυο το αργό θεμέλιωμα του κάστρου. Μονόλιθος ιερός το σκήπτρο του βυθίστηκε χιλιοστό προς χιλιοστό μέσα στην υγρή φιλόξενη έδρα που τον περίμενε. Επέμεινε να ταξιδεύει αργά, μέχρι που έφτασε στο τέρμα κι άγγιξε τον πυθμένα της. Κι ύστερα βγήκε ολόκληρος από μέσα της και ξανάρχισε το ταξίδι απ την αρχή. Ξανά και ξανά, ώσπου δεν άντεχε άλλο να αργοπορεί και βιάστηκε να αποτελειώσει το θεμέλιωμα. Η Λίβελε άφησε μια αργόσυρτη κραυγή να δραπετεύσει από τα χείλη της και λιποθύμησε από ηδονή μέσα στην αγκαλιά του. Έγειρε το κεφάλι του μέσα στα μαλλιά της και με δυο τελευταίες κοφτές κινήσεις την πλημμύρισε με τον υγρό σπόρο του. Συγκρατήθηκε με κόπο να μην ουρλιάξει, σφίγγοντας τα χείλη του και τα μάτια του. Σεισμός συντάραξε το κάστρο και γκρεμίστηκε, όπως άλλωστε έπρεπε, πάνω στην αγκαλιά της γης του.
  
   Συνειδητοποίησε τη στιγμή που έφευγε για την Κόλαση, και γαντζώθηκε τρομαγμένος πάνω στη Λίβελε, μπήγοντας τα νύχια του στα μπράτσα της. Φώναξε από τον πόνο, καθώς οι τένοντες στους καρπούς του διαμαρτυρήθηκαν για την βίαιη απότομη κίνηση. Φώναξε κι εκείνη από πόνο και ξύπνησε αλαφιασμένη. Κατάλαβε αμέσως.
  
   «Μη φύγεις», όρμησε στα χείλη του και τον δάγκωσε με πάθος.
    Ένιωσε πως μια αύρα έφυγε από πάνω του, μα τελικά κατάφερε να μείνει εκεί. Η Ήβη τους κοίταξε με έντονο βλέμμα γεμάτο απορία. Μια άυλη εικόνα του Σαμουέλ είχε εμφανιστεί πίσω στο κελί του Εωσφόρου. Ο Άδαμ κοιτούσε με την ίδια απορία κι αυτός. Τελικά η δύναμη της επιθυμίας μπορούσε να οδηγήσει σε τρελά πράγματα.
  
   «Δεν μπορώ να μείνω πολύ, γίνεται επικίνδυνο για όλους μας», έμπλεξε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της και την κοίταξε ίσια μέσα στα μάτια.
  
   Έγνεψε «ναι», παρόλο που δεν το ήθελε, και τον αποχαιρέτησε με ένα απαλό φιλί στο λαιμό.
   Με το αθώο μυαλουδάκι της είχε αρχίσει να φτιάχνει ετοιμόρροπα όνειρα. Τί πίστευε; Πως θα μπορούσε να συνεχιστεί αυτό για πάντα, χωρίς να υπάρξουν επιπτώσεις; Πως ο Σαμουέλ θα έμενε για πάντα μέσα σε εκείνο το κελί της ελευθερίας; Αυτά πραγματικά ήθελε να πιστεύει κι αυτά πίστευε. Αλλά ο δαίμονας ήξερε πολύ καλά τι είχε να περιμένει. Στην καλύτερη περίπτωση που γλίτωνε την εκτέλεση, θα έχανε κάθε δικαίωμα από όσα του έδιναν οι βαθμοί του, κι αυτό σήμαινε απόλυτη δουλεία. Και δουλεία στην Κόλαση σήμαινε κόλαση. Και πόσο άραγε θα ήταν τότε εφικτό να ξαναδεί την Λίβελε; Χωρίς πρόσβαση στην Πύλη δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Και τι ζωή τάχα θα έκανε αν δεν είχε ελπίδα να την ξαναδεί; Σκέφτηκε για μια στιγμή να απορρίψει τη βοήθεια του Άδαμ και να πεθάνει από το τσεκούρι του. Μα έτσι θα ταν σαν να τους πρόδιδε όλους, και την αδερφή του, και τον μαθητή του, και την αγγελική αγαπημένη του. Και περισσότερο βέβαια θα πρόδιδε τον εαυτό του, θα πέθαινε δειλός και απελπισμένος. Μα και να συνεχίσει να επισκέπτεται τον Παράδεισο ήταν εξίσου καταδίκη. Δεν θα υπήρχε συμπόνια και δικαιολογία για τις πράξεις τους, ούτε από τη Μητέρα ούτε από τον Πατέρα. Ποια άραγε θα ήταν η τιμωρία της Ήβηβελ και του Άδαμ που τους βοηθούσαν στο απαγορευμένο τους σμίξιμο; Και τι άραγε θα ετοίμαζε η Μητέρα για την γλυκιά του Λίβελε αν τους καταλάβαιναν τελικά; Ανατρίχιασε στη σκέψη. Κοιμήθηκε κουλουριασμένος σαν έμβρυο, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος του, λες και αγκάλιαζε το άγγιγμά της πάνω στο κορμί του. Ονειρευόταν την αγάπη του όταν ο Αρχιερέας μπήκε στο δωμάτιο και τον κοίταξε εξεταστικά. Είδε το ευτυχισμένο χαμόγελο στα χείλη του γιού του. Ακόμα κι αν δεν έβλεπε τους επιδέσμους από κάτασπρο ύφασμα κεντημένο με χρυσή κλωστή θα διαισθανόταν την αγγελική παρουσία πάνω στο κορμί του Σαμουέλ. Μύριζε άγγελο. Μύριζε φρέσκο χορτάρι, ρίγανη και φράουλες. Μύριζε έρωτα. Για μια στιγμή ένιωσε θαυμασμό και ζήλεια για τον μονογενή του γιό. Ύστερα έφυγε από το δωμάτιο ξέροντας πως αύριο ο γιός εκείνος  θα εκτελούταν.
 
 
Την ίδια στιγμή στον Παράδεισο η Ον παρατηρούσε την υπέρλαμπρη ομορφιά της Λίβελάι Ελ. Ακτινοβολούσε αλλόκοτα, έδειχνε απόλυτα και τρομακτικά ευτυχισμένη. Μια απορία και μια ζήλεια τρύπωσαν μέσα στην καρδιά της κι αναρωτήθηκε αν είχε τελικά με κάποιον τρόπο καταφέρει να συναντήσει τον γιό της. Την πλησίασε με υποψία και αμέσως κατάλαβε. Θυμήθηκε εκείνη την δαιμονική μυρωδιά, έτσι μύριζε η αγκαλιά του Εωσφόρου. Έτσι μύριζε ο έρωτας. Έπρεπε να βάλει κάποιον να την παρακολουθεί. Και για τη δουλειά αυτή δεν εμπιστευόταν ούτε τη μοναχοκόρη της την Ήβη. Αυτή ήτανε δουλειά για το μυστικό τάγμα των φοβερών απρόσωπων αρχαγγέλων...
   Σαν να προαισθάνθηκαν και οι δύο πως δεν τους έμενε πολύς χρόνος συναντήθηκαν πάλι μέσα στην ίδια εκείνη μέρα που ξημέρωνε. Με την κλειστή Πύλη να τους ενώνει και να τους χωρίζει ανάμεσά τους ψιθύρισαν τα μυστικά τους κι έδωσαν όρκους φρικτούς, όρκους που θα καταπατούσαν ακόμη και τον θάνατο. Στο άκουσμά τους ο βράχος ράγισε, το κρύσταλλο θάμπωσε, ο καθρέφτης έπαψε να καθρεφτίζει. Μια πρωτόγνωρη σκοτεινή συννεφιά ξημέρωσε στον Παράδεισο και ακτίνες σαρωτικού φωτός κατάκαψαν την Κόλαση. Αστραπές και μπουμπουνητά έσκισαν στους ουρανούς των αγγέλων. Έκλεισαν τα μάτια τυφλωμένοι από το φως οι δαίμονες. Έτρεξαν να φυλαχτούν από την άγρια καταιγίδα οι άγγελοι.
   Τη στιγμή που οι οπλισμένοι με σπαθιά και δόρατα αρχάγγελοι τραβούσαν από τους ώμους τη Λίβελε, τρίαινες τρυπούσαν την πλάτη του Σαμουέλ για να τον αναγκάσουν να απομακρυνθεί από την Πύλη. Έμοιαζαν και οι δυο υπνωτισμένοι, σαν να μην τους ένοιαζε πια τι συνέβαινε γύρω τους. Το βλέμμα ανάμεσα στα μάτια τους είχε φτιάξει ένα σχεδόν χειροπιαστό μονοπάτι και τους ένωνε σαν άθραυστη κλωστή.
   «Μη φοβάσαι, θα είμαι καλά», του χαμογέλασε ήρεμα τη στιγμή που χανόταν από το οπτικό του πεδίο.
   «Θα σε ξαναδώ, στο υπόσχομαι», της ορκίστηκε κι εκείνος κι ακολούθησε τους φρουρούς στο χώρο της εκτέλεσης.
   Το τσεκούρι έλαμπε από μια ακτίνα φωτός που έπεφτε πάνω στην κόψη του. Ο Άδαμ φάνταζε τρομερός με τα χέρια στηριγμένα στην τεράστια λαβή του. Το πρόσωπό του ήταν παγωμένο και άκαμπτο, τόσο που έκανε ακόμα και τον Σαμουέλ να αμφιβάλει για τις προθέσεις του. Η αρένα ήταν γεμάτη ασφυκτικά. Όλοι ήθελαν να δουν έναν τέτοιον αποκεφαλισμό. Δεν εκτελούταν κάθε μέρα δαίμονας ένατου βαθμού, κι ο Σαμουέλ ήταν ο ένας και μοναδικός γιός του Αρχιερέα. Τους κοίταξε με λύπηση και θυμήθηκε με αποστροφή τις φορές εκείνες που κι αυτός  είχε σταθεί μπροστά στον μακάβριο πέτρινο βωμό για να παρακολουθήσει μια εκτέλεση. Τώρα καταλάβαινε και παραδεχόταν πως το έκανε μόνο για να μην ξεχωρίζει από τους άλλους, για να μην τους δίνει την αφορμή να αναρωτιούνται για τα αισθήματα και τις σκέψεις του. Μακάρι να είχε σώσει έστω έναν από το τσεκούρι του Βαλταζαάρ, και πιο πριν από το δρεπάνι του Αχαιρεώ και ακόμα παλιότερα από τα χέρια του ίδιου του Εωσφόρου Γεννεώ.
   «Το ότι θα πεθάνω δε σημαίνει τίποτα», ύψωσε ολοκάθαρη τη φωνή του πάνω από την οχλοβοή.
   «Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς έζησα!»
   Το πλήθος σώπασε. Οι περισσότεροι ένιωσαν φθόνο κι άλλοι έχασαν κάτι από τη χαρά τους για το επικείμενο θέαμα. Μερικοί θαύμασαν. Όμως όλοι μουγγάθηκαν. Τότε ήταν που ο Άδαμ ζήτησε να κάνει χρήση του δικαιώματός του να προκαλέσει έναν δαίμονα ανώτερου βαθμού για να διεκδικήσει την τάξη του.
   «Μπορεί να περιμένει για μετά την εκτέλεση», είπε αδιάφορα ο Αρχιερέας.
   «Θέλω να προκαλέσω τον κατάδικο», συμπλήρωσε ο Άδαμ με φωνή σκληρή που δεν άφηνε υποψίες για το τι είχε στο μυαλό του.
   Ο Εωσφόρος ύψωσε επιδοκιμαστικά τα φρύδια. Ο νεαρός είχε φανεί ιδιαίτερα σκληρός και ικανός με τον Βαλταζαάρ, κι είχε σίγουρα αρκετές πιθανότητες να νικήσει σε μια πρόκληση τον πληγωμένο και ονειροπαρμένο Σαμουέλ.
   «Θα ναι μια ενδιαφέρουσα μάχη», πήγε να πει, αλλά ο Άδαμ τον πρόλαβε.
   «Δεν αξίζει να τον προκαλέσω σαν ίσο σε μάχη. Τον διατάζω να σκύψει μπροστά μου και να πιεί από μένα».
   Ένα ανατριχιαστικό σούσουρο ξεσηκώθηκε από τη δαιμονική μάζωξη. Οι θεατές επικρότησαν την εξέλιξη. Πολλοί χαμογέλασαν με ηδονική ικανοποίηση. Κάποιοι άφησαν κραυγές έκπληξης και θαυμασμού για τον μικρό Άδαμ. Μόνο ο Εωσφόρος φάνηκε να μπαίνει σε σκέψεις, μα δεν ολοκλήρωσε την υποψία στο μυαλό του. Δέχτηκε μουδιασμένα και εισέπραξε επευφημίες από τους δαίμονές του. Τι ήθελε να αποδείξει εκείνος ο μικρός; Δεν ήταν δυνατόν να δεχόταν τέτοιον εξευτελισμό ο Μοναχογιός του, οπότε πάλι σε μάχη θα κατέληγε η πρόκληση. Όταν έκπληκτος είδε τον Σαμουέλ να γονατίζει μπροστά στον Άδαμ και να τον δέχεται στο στόμα του με σεβασμό άρχισε να καταλαβαίνει, μα ήταν αργά για να αλλάξει την τροπή των γεγονότων. Ο Άδαμ έδωσε το πρώτο αίμα του στον αγαπημένο του δάσκαλο και πήρε τον βαθμό του. Κι ύστερα ατάραχος, γνωρίζοντας πως τους νόμους της Κόλασης δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος ο δημιουργός τους να τους αρνηθεί, ζήτησε και πήρε το δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στον Σαμουέλ. Μπορούσε να τον σκοτώσει επιτόπου ή να καθυστερήσει την εκτέλεση όσο αυτός ήθελε. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο οι δαίμονες ξέσπασαν σε επιδοκιμασίες, δειλά στην αρχή, μετά πιο θαρραλέα. Ο Εωσφόρος μυρίστηκε ανταρσία. Θυμήθηκε τα λόγια του γιού του πριν τον στείλει στην έκτη επικράτεια. «Θα σε ρίξω από το θρόνο σου» τον είχε προειδοποιήσει. Μπροστά στα μάτια και κάτω από τη μύτη του, είχε γλιτώσει τη ζωή του και είχε μετατρέψει τον νεαρό μαθητευόμενό του σε ήρωα και θαυμαστό ηγέτη. Και τον είχε παγιδέψει στους ίδιους του τους νόμους. Αν τολμούσε να φέρει αντίρρηση φανερά θα ξεσήκωνε αντιδράσεις που μπορεί να προκαλούσαν ακόμα και πόλεμο. Ήταν ολοφάνερο πως ο Σαμουέλ και ο Άδαμ είχαν αρκετούς οπαδούς μέσα στο πλήθος, δαίμονες που πίστευαν πως η βασιλεία του Εωσφόρου έπρεπε κάποτε να τελειώσει.
   «Χάρισμά σου η ζωή του», έφτυσε τελικά χωρίς να κρύψει την δυσαρέσκειά του και έφυγε από την αρένα πετώντας φλόγες.
   Ζητωκραυγές ανέβηκαν σαν αχός από τα στόματα εκατοντάδων δαιμόνων και ακολούθησαν το αγκάλιασμα των δυο πρωταγωνιστών της καλοστημένης παράστασης. Ωστόσο τι είχε διορθωθεί; Τίποτα. Η Λίβελε ήταν στα χέρια των αρχαγγέλων και η Πύλη δεν θα έμενε πια αφύλαχτη. Έπρεπε να βρει τρόπο να τη βοηθήσει.
   Μα και πού να πήγαιναν αν κατάφερναν να ξεφύγουν; Τι υπήρχε πια γι αυτούς; Το Τίποτα. Πραγματικά μόνο εκεί τους έμενε να καταφύγουν, και τα ναύλα για εκείνο το μικρό ταξίδι ελευθερίας θα ήταν οι ζωές τους. Δεν του πήγαινε η καρδιά να την παρασύρει σε τέτοιο αργό και βασανιστικό θάνατο. Το Τίποτα ήταν η άλλοτε έβδομη επικράτεια της Κόλασης, αυτή που ένωνε την Κόλαση με τον Παράδεισο. Μετά το σχίσμα η περιοχή εκείνη είχε αφεθεί να καταστραφεί ολότελα, έτσι που απέμεινε μοναχά μια σκοτεινή έρημος φτιαγμένη από απόλυτο τίποτα. Μόνο νεκρό χώμα και αέρας έκαναν την διάσταση εκείνη χειροπιαστή. Αλλιώς θα είχε γίνει ένα τέλειο κενό. Η Λίβελε δεν θα άντεχε πάνω από μια δυο μέρες χωρίς νερό και χωρίς φως. Κι εκείνος τάχα πόσο περισσότερο θα ζούσε; Ίσως δυο τρεις μέρες παραπάνω, και θα πέθαινε με την σκέψη πως εκείνη ήταν ήδη νεκρή. Δε χωρούσε κάτι τέτοιο στο μυαλό του, δεν ήταν δυνατόν να το επιχειρήσει. Μα τι άλλο έμενε;
   Η Λίβελάι Ελ, κατηγορούμενη για την έσχατη προδοσία να δώσει το αγγελικό μυστικό της σε έναν δαίμονα, δεν είχε την τύχη του Σαμουέλ να γλιτώσει την τιμωρία. Δικάστηκε αμέσως μόλις οι αρχάγγελοι την οδήγησαν στο Παλάτι της Ον, χωρίς την παρουσία κανενός άλλου αγγέλου και η καταδίκη της έμεινε κρυφή. Ανακάλυψε πως ο Παράδεισος είχε υπόγεια μπουντρούμια χειρότερα από τα κελιά της Κόλασης. Άραγε είχε και η Κόλαση μυστικά λιβάδια; αναρωτήθηκε με τη σκέψη μουδιασμένη από τον επικείμενο θάνατο. Άραγε πόσοι άγγελοι είχαν καταλήξει σε κάποιο από εκείνα τα κρυφά νεκρικά κελιά; Τι γίνονταν τα κορμιά τους; Πόση ψευτιά και πόσος θάνατος ακόμα θα χρειαζόταν για να αποφευχθεί η Πτώση της Όνονεΰ Ον; Στον βρώμικο πέτρινο τοίχο κρέμονταν κρίκοι με αλυσίδες. Λίγα κουρέλια πεταμένα στο μαύρο απ το αίμα δάπεδο. Ο χιτώνας της πήρε κι αυτός τη θέση του πάνω στον σωρό με τα κουρέλια. Από το θολωτό ταβάνι της κρύπτης κρεμόταν φρικιαστικά ένα τεράστιο μυτερό τσιγκέλι. Στην άκρη του είχε μια τριγωνική προεξοχή που έμοιαζε με την άκρη της ουράς του Σαμουέλ. Ανέβηκαν σε δυο πέτρινα κλιμακωτά βάθρα και τρύπησαν τις φτερούγες της στις κλειδώσεις κρεμώντας την σαν σφαχτό στο ματωμένο τσιγκέλι. Τα χέρια της τα έδεσαν με τις αλυσίδες που ήταν περασμένες στους κρίκους στον τοίχο και στα πόδια της έδεσαν μια βαριά μεταλλική μπάλα, έτσι ώστε τα φτερά της να μην αντέχουν το βάρος. Σε λίγες ώρες οι φτερούγες της θα εξαρθρώνονταν, θα έπαυε να κυκλοφορεί αίμα στις φλέβες τους. Ο πόνος θα ήταν ανυπόφορος. Σιγά σιγά θα δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Ύστερα, όταν πια δεν θα άντεχε άλλο, θα έρχονταν και θα της έκοβαν τα φτερά από την πλάτη, αφήνοντάς την να αιμορραγεί μέχρι θανάτου στο χορτασμένο από αίμα πάτωμα. Η Λίβελε δεν φώναξε από πόνο, δεν έκλαψε, δεν παρακάλεσε για τη ζωή της. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν αν θα άγγιζε πάλι τον δαίμονά της, αν θα τον ένιωθε να μπαίνει μέσα στο κορμί της, αν θα άκουγε ξανά τη φωνή του να της λέει «σ αγαπώ, σε θέλω, σε χρειάζομαι».
   Ο Σαμουέλ ρίσκαρε τα πάντα. Αργά εκείνο το βράδυ, όταν ο Άδαμ αποκοιμήθηκε, έφυγε αθόρυβα από το δωμάτιό τους και με κάθε δυνατή προφύλαξη μπήκε στην κάμαρα του Πατέρα του που από αλαζονεία κοιμόταν χωρίς φρουρούς λίγα μέτρα μακριά από τον κρυστάλλινο καθρέφτη. Η τεράστια τρίαινά του ήταν ακουμπισμένη στο κρεβάτι του. Θα μπορούσε κάλλιστα να την μπήξει στο στήθος του και να τον στείλει στον αγύριστο, μα ο Σαμουέλ ούτε που το σκέφτηκε. Το μόνο αίμα που είχε χύσει ποτέ ήταν αυτό που είχε βαφτίσει την ένωσή του με την αγαπημένη του αγγελίνα. Δεν ήταν γεννημένος για να σκοτώνει. Η μόνη σκέψη του τώρα ήταν η Λίβελε. Αγκάλιασε την πέτρα σαν να αγκάλιαζε εκείνη. Ύψωσε τις παλάμες του στο τοίχωμα που τον χώριζε απ τον Παράδεισο. Σχεδόν μύριζε το χορτάρι και το άρωμα από το δέρμα της πάνω στον βράχο. Έγινε ένα με τον τοίχο. Το μυαλό του είχε αδειάσει εντελώς από κάθε άλλη αίσθηση. Το μόνο που υπήρχε γι αυτόν ήταν εκείνη. Αίμα έτρεξε απ τη μύτη του. Τα μηνίγγια του ούρλιαζαν παλεύοντας να σπάσουν και να τον αφήσουν να φύγει άυλος και να πετάξει στην αγκαλιά της. Όταν η τρίαινα διαπέρασε στις παλάμες και τον σβέρκο του και τον κάρφωσε πάνω στον καθρέφτη, το κορμί του δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, λες και είχε ήδη πεθάνει κι είχε πετρώσει πάνω στην Πύλη. Ο Εωσφόρος πλησίασε από πίσω και ανάσανε πάνω στον παγωμένο λαιμό του γιού του. Ύστερα έκανε απότομα μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο.
   Η Ήβηβελ για κάποιον λόγο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ένιωθε δυσφορία όλη την ημέρα, ώσπου γύρω στις μία τη νύχτα πετάχτηκε από το κρεβάτι της ταραγμένη και έτρεξε για τα ηφαιστειακά βράχια. Περίμενε να βρει την Λίβελε εκεί, μα το θέαμα που αντίκρισε της λύγισε τα γόνατα κι έκανε τα μάτια της να πλημμυρίσουν δάκρια. Πάνω στον μεγάλο μαύρο βράχο, λες κι ήταν ένα μόλις χιλιοστό πίσω από το  πέτρωμα, ο αδερφός της ατένιζε με ακίνητο βλέμμα τον ποθητό του Παράδεισο. Τρεις μυτερές άκρες σαν τεράστια ατσάλινα βέλη τον είχαν καρφώσει στον τοίχο σαν πεταλούδα σε καδράκι από φελλό. Ακριβώς το ίδιο είχε νιώσει και ο Άδαμ, και κίνησε με επιφύλαξη κοντά στις δύο το πρωί για την πόρτα του Αρχιερέα. Την βρήκε ανοιχτή. Είδε τον Σαμουέλ τρυπημένο απ την τρίαινα του πατέρα του κι έτρεξε να τον απελευθερώσει. Απέναντί του, πίσω από το κρυστάλλινο παράθυρο, ήταν γονατισμένη η Ήβηβελ και έκλαιγε. Κάτι συνέβη. Μια αναταραχή γύρω και μέσα του. Ζαλισμένος έσκυψε κι αυτός κι έπεσε στα γόνατα πριν προλάβει να αγγίξει το κορμί του δασκάλου του. 
   «Ψάξε για την Λίβελε», ενθάρρυνε τον άγγελο με φωνή βραχνή από τον πόνο.
   «Σήκω, πέτα, βρες την!», της φώναξε για να τη βγάλει από την απραξία της.
   Η Ήβη σηκώθηκε. Χωρίς να σκουπίσει τα μάτια της κοίταξε τον Άδαμ και της φάνηκε τόσο σπουδαίος, τόσο μεγαλόπρεπος, σαν να χε μέσα σε δυο μέρες γίνει αυτό που θα γινόταν κάποτε στο μέλλον.
   «Τρέχα», της ξανάπε, φίλησε την παλάμη του και την κόλλησε στην πέτρα.
   Η Ήβη έβαλε το χέρι της πάνω στον θαμπό αντικατοπτρισμό του κι ύστερα το φερε στο στόμα της. Τον χαιρέτησε κι έφυγε τρέχοντας μανιασμένα για το παλάτι της Ον. Μέχρι να φτάσει στις ρόδινες πύλες είχε πάψει να σκέφτεται σαν άγγελος. Είχε επιτέλους αφήσει ελεύθερο τον δαίμονα μέσα της. Κρύφτηκε, υποψιάστηκε, σκάλισε, μύρισε τους τοίχους. Βρήκε την είσοδο για τα κελιά και λίγο μετά κρεμόταν από το ταβάνι κατεβάζοντας από το τσιγκέλι το κρύο κι ακίνητο κορμί της αγαπημένης της αδερφής. Με επιδεξιότητα και δύναμη δαιμονική έσπασε τις αλυσίδες με την πύρινη ρομφαία των χεριών της και έβγαλε το σώμα της κρυφά από το Παλάτι. Την κουβάλησε όλο το δρόμο μέχρι τα λιβάδια με τις αγριοφράουλες και την ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο μοσχοβολιστό και αφράτο από την χθεσινή απρόσμενη καταιγίδα χώμα. Η Λίβελε άφησε έναν ανεπαίσθητο αργόσυρτο στεναγμό, μετά βίας ζωντανή, σαν να πάλευε να κρατήσει με τα δόντια την τελευταία της ανάσα.
   «Κάλεσέ τον, αγαπημένη μου, σε περιμένει», της ψιθύρισε ψέματα στο αυτί, ξέροντας πως δεν της έμεναν παρά στιγμές μονάχα ζωής.
   Κι ύστερα από κάποια φαεινή κι ιδιότροπη σκέψη, είπε και στον Άδαμ που ήταν πάντα εκεί να πει τα λόγια της επίκλησης. Τα είπε και εκείνη. Σαν να ζωντάνεψε για μια στιγμή το νεκρό κορμί του σταυρωμένου δαίμονα, κινήθηκε με έναν μικρό σπασμό, μόνο και μόνο για να αφεθεί και να σωριαστεί τελικά άψυχο, ηττημένο απ τη βαρύτητα, μέσα στα χέρια της αδερφής του. Η Ήβηβελ κοίταξε την Λίβελε. Είχε κι εκείνη γύρει το κεφάλι κι είχε παραδοθεί στα φτερά του Εβενόχρωμου θανάτου. Είχαν ξεψυχήσει την ίδια ακριβώς στιγμή.
   Ο Άδαμ ούρλιαξε τελικά με απίστευτη οργή και λύπη συνάμα. Ούρλιαξε και η Ήβηβελ μαζί του. Αντάρα ξεσηκώθηκε απ τη γη κι έκανε το έδαφος να τρέμει και να ανοίγει σαν σαγόνια που παρέλυαν. Ο βράχος έσπασε και κατακερματίστηκε. Μια κατεβάσια φανερώθηκε κάτω απ την πετρωμένη λάβα, κι από κει μέσα πρόβαλε λίγο μετά το μακρυμάλλικο όμορφο κεφάλι του νεαρού δαίμονα. Η Πύλη είχε σπάσει, είχε ανοίξει μια για πάντα. Ποιος θα βρισκόταν να την ξανακλείσει; Στα βάθη  της Κόλασης, στην φλογισμένη έκτη επικράτεια κατατροπωμένος έτρεχε να κρυφτεί ο γέρο –Διάβολος, με τους λίγους έμπιστούς του αμετανόητους δαίμονες. Στα ανώγεια του Παραδείσου, πάνω ψηλά στον έβδομο ουρανό έτρεξε τρομοκρατημένη να κρυφτεί η Ον, μαζί με το Τάγμα των Αρχαγγέλων της.   
   Μες στα λιβάδια με τις αγριοφράουλες, εκεί που οι δυο πρωτεραστές είχαν αλλάξει την ροή της ιστορίας, τα δυο κορμιά σκεπάστηκαν αγκαλιασμένα από χώμα, φράουλες και βάτα.
   Ο μύθος λέει πως ένα δέντρο φύτρωσε πάνω απ τον τάφο τους, και το παν οι μεταγενέστεροι «Δέντρο της γνώσης του Καλού και του Κακού». Στα χρόνια που ήρθαν μόνιασαν οι άγγελοι κι οι δαίμονες. Ο Άδαμ και η Ήβη ήταν το πρώτο από τα διττά ζευγάρια που έζησε στον κόσμο.  Κι οι έντεκα από τις υπόλοιπες δώδεκα επικράτειες λένε πως ερήμωσαν σιγά σιγά. Γιατί αηδιασμένοι από το παρελθόν οι άγγελοι κι οι δαίμονες αναζήτησαν μια νέα Γη της επαγγελίας. Και η νέα τους πατρίδα έγινε το Τίποτα, γιατί τελικά κι από το Τίποτα μπορείς να κάνεις κάτι όταν υπάρχει αγάπη. Ξεχάστηκαν κι εκείνα τα ονόματα που θέλανε τους αγγέλους άγγελους και τους δαιμόνους δαίμονες. Από το σμίξιμο τους γεννηθήκανε οι άνθρωποι, πάντοτε μοιρασμένοι ανάμεσα στο καλό και το κακό τους, δύο σε ένα. Για πείτε μου λοιπόν, ποιος από σας δεν είπε κάποτε από μέσα του πως ένιωσε σαν άγγελος, κι άλλες πάλι φορές σαν άγριος δαίμονας; Ακούω!

Επίλογος

    Κάτι τον καλούσε. Έτρεχε με το κλεμμένο μηχανάκι, ένα Αυγουστιάτικο μεσημέρι στην λεωφόρο, γκαζώνοντας λυσσασμένα, χωρίς να νοιάζεται για τίποτα. Κινδύνευε κάθε στιγμή να χάσει τον έλεγχο και να συναντήσει το θάνατό του. Μέσα στην κωλότσεπη είχε τον φιλντισένιο σουγιά του, μέσα στο μυαλό του είχε τον έρωτά του. Και τα δυο φτιαγμένα για να τον σκοτώσουν.   Άκουγε όλους τους ήχους σαν να βρισκόταν μέσα σε μια γυάλα. Έβλεπε τα πάντα γύρω του σαν όραμα.
    Τα μάτια του ήταν κόκκινα από μια σεβαστή ποσότητα «τέλεια αγάπη» που είχε καταναλώσει. Τα μακριά σγουρά μαλλιά μαστίγωναν το αξύριστο, σχεδόν παιδικό ακόμη πρόσωπο, τυφλώνοντάς τον. Τα μανίκια του μπλε καρό πουκαμίσου σηκωμένα, πάνω σε χέρια λεπτά, σημαδεμένα από ασπρισμένες χαρακιές. Ορθάνοιχτο το πουκάμισο μέχρι την κοιλιά, άφηνε το στήθος του εκτεθειμένο στον ζεστό άνεμο της ταχύτητας. Προτεταμένο με θράσος το νεαρό στέρνο σαν σε θανάσιμη κόντρα με τη μοίρα του. Οι μπότες γερά σκαλωμένες στους αναβατήρες, το στενό ξεθωριασμένο τζιν περιέγραφε ένα κορμί λεπτό και νευρώδες, με τη χαρακτηριστική ένταση της ηλικίας του, ένα βήμα πριν την ενηλικίωση. Τα δάχτυλα που έπαιζαν με τα γκάζια ήταν φονικά όπλα που έστρεφε προς τον εαυτό του. Ήτανε ένας δαίμονας. Δεν τον ενδιέφερε να ζήσει. Ήτανε μόνος σε έναν κόσμο γεμάτο κοιμισμένα ζόμπι. Όλοι του φαίνονταν κενοί και νεκροί. Φοβόταν και μισούσε τους πάντες και τα πάντα. Η ζωή όλη ανούσια...
     Ξαφνικά περνώντας μπροστά από το νεκροταφείο, άκουσε σειρήνα και έκοψε ταχύτητα. Ένα κατακόκκινο σύνθημα σε έναν τοίχο έμεινε σαν αποτύπωμα μέσα στο μυαλό του. «Είμαστε φυλακισμένοι στον Παράδεισο», έγραφε. Προετοιμάστηκε για τα χειρότερα. Ένα ασθενοφόρο ανέβαινε απ την απέναντι μεριά του δρόμου, έστριψε δεξιά και χάθηκε. Ακόμα δεν πέθανα σκέφτηκε, πιστεύοντας για μια στιγμή πως έψαχναν αυτόν.
     Κάτι τον έκανε να το ακολουθήσει. Έκανε επιτόπου στροφή και μπήκε κι αυτός στο στενό. Έστριψαν με μικρή ταχύτητα αριστερά και πάλι αριστερά και σταμάτησαν μπροστά σε ένα ημιτελές τριώροφο κτήριο, όλο κολώνες και μπετά. Κατέβασε τα πόδια στην άσφαλτο και τσούλησε κοντά τη μηχανή, βλέποντας δυο ασπροντυμένους γιατρούς ή νοσοκόμους να κατεβαίνουν και να μπαίνουν από την ανοιχτή καγκελόπορτα στο σπίτι. Κάποιοι γείτονες βγήκαν να δουν τι συμβαίνει, άκουσε φωνές και παιδικά κλάματα.
     Είδε τους νοσοκόμους να βγαίνουν σαν σε αργή κίνηση, κρατώντας ένα μικρό φορείο, και πάνω του ήταν ξαπλωμένο ένα παράξενο μαγικό πλάσμα. Γούρλωσε τα μάτια του και σταμάτησε να αναπνέει. Χωρίς να το καταλάβει είχε βρεθεί πεζός μπροστά στην πόρτα του ασθενοφόρου, δίνοντας λαβή για κακόβουλα σχόλια και ενοχλημένες ματιές. Ήταν ένα όμορφο κοριτσάκι. Από τα χρυσοκάστανα μισάνοιχτα μάτια της βγήκε μια δέσμη φωτός και στοχεύοντας ακριβώς επάνω του τον έστειλε ένα βήμα πίσω, αφήνοντας έτσι χώρο για να ανέβει ένας σαραντάχρονος άντρας, μάλλον ο πατέρας της. Και πριν κλείσουν την πόρτα μπροστά του, την είδε να χαμογελά ήρεμη και να λέει σιγανά, σαν να απευθυνόταν σε αυτόν.
    «Μη φοβάσαι, θα είμαι καλά».
   «Θα σε ξαναδώ, το υπόσχομαι», ψιθύρισε κι αυτός χωρίς να ξέρει το γιατί και ανέβηκε πάλι στο μηχανάκι για να ακολουθήσει τον μικρό πληγωμένο του άγγελο.

ΤΕΛΟΣ

 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια