Subscribe Us

Advertisement

«ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ ΛΑΜΠΡΟ, ΠΕΣΕ ΚΟΙΜΗΣΟΥ...»





     Το φως είχε γίνει σκούρο πορτοκαλί έξω, και τα βράχια είχαν βαφτεί κόκκινα. Έλαμπε το νερό σαν χρυσάφι στο μικρό ρυάκι, το δωμάτιο σκοτείνιαζε και το κοριτσάκι άρχισε να νυστάζει. Άναψαν το τζάκι και η Αγάπη της έφτιαξε γρήγορα μια ζεστή κρέμα. Δεν το περίμενε να δει τον Έρωτα να την ταΐζει και να την νανουρίζει στην αγκαλιά του, σαν να ταν κάτι που το έκανε συχνά. Ήταν κάτι μοναδικό να βλέπεις έναν θεό να δείχνει τόση στοργή για έναν άνθρωπο. Έτσι όπως ήταν καθισμένος σε ένα σκαλιστό σκαμπό, και η Αγάπη καθισμένη στο στρώμα τους κοιτούσε, μια παράξενη αίσθηση ντεζαβού την έκανε κι ανατρίχιασε ολόκληρη. Άρχισε να τραγουδάει το παλιό νανούρισμα ο Έρωτας, και σαν σε όραμα τον είδε σε κάποιο άλλο δωμάτιο, δεκάδες χρόνια πριν, να κρατάει ένα μελαψό μωράκι μες τα χέρια του και να το γλυκοκοιμίζει.
   
    «Αστέρι μου λαμπρό πέσε κοιμήσου, μη μου μετράς τι πίσω σου αφήνεις, μη μου καρδιοχτυπάς μην τρεμοσβήνεις...»
   
    Της έφερε έναν κόμπο στο λαιμό και δάκρυα στα μάτια αυτή η ανάμνηση, κι αναρωτήθηκε αν ήταν αληθινή, ή αν την είχε πλάσει η φαντασία της.
    
    Όταν το κοριτσάκι κοιμήθηκε, ο Έρωτας την ακούμπησε απαλά στο κρεβάτι της και γύρισε στην Αγάπη, που τα μάτια της είχαν ακόμα τη λάμψη της συγκίνησης. Είχε σηκωθεί κι αυτή, και παρόλο που περίμενε σαν τρελή να τον φιλήσει παθιασμένα, δεν μπόρεσε να κρατήσει την αμφιβολία μέσα της.
   
    «Με έχεις κρατήσει κι εμένα με τον ίδιο τρόπο στην αγκαλιά σου, έτσι δεν είναι;»
    Ανασήκωσε το ένα του φρύδι ο Έρωτας σε μια γοητευτική έκφραση απορίας.
   
    «Ναι, γιατί; δεν το θυμάσαι;»
   
    «Δεν εννοώ τον περασμένο μήνα, αλλά πριν από εκατόν είκοσι χρόνια...»
   
    Σήκωσε το χέρι του και τη χάιδεψε στο μάγουλο, κι έψαξε να βρει μέσα στα μάτια της τη σημασία που μπορεί να είχε γι αυτήν μια τέτοια γνώση.
   
    «Δεν είμαι σίγουρος», απάντησε τελικά, «αλλά θα μπορούσε να έχει συμβεί. Ήταν κάτι που το συνήθιζα παλιότερα. Είναι ακόμα πιο πιθανόν να έχω νανουρίσει στην αγκαλιά μου τους γονείς σου».
    
    Είδε την προσδοκία με την οποία τον κοιτούσε και, παρόλο που απέφευγε να ανασκαλίζει ζητήματα τόσο παλιά, αποφάσισε να της κάνει το χατίρι.
  
    «Πώς λένε τους γονείς σου;», έκανε διστακτικά την ερώτηση και φοβήθηκε την απάντηση πριν καν την ακούσει.
   
    «Έχω πολλά χρόνια να τους δω. Ο πατέρας μου είχε το ίδιο όνομα με εσένα...»
  
    Το πρώτο χαστούκι έσκασε στο μυαλό του Έρωτα.
  
    «...Και τη μητέρα μου την έλεγαν Αντίσταση».
  
    Έσκασε και το δεύτερο χαστούκι.
  
    Η Αγάπη ήταν αδερφή του Ημιθάνατου απ τη μεριά της μάνας της, και αδερφή της Ονειροφάης απ τη μεριά του πατέρα της. Και η ψυχή του πατέρα της ήταν πια κομμάτι της δικής του ψυχής. Γι αυτό άραγε την ένιωθε τόσο δική του; Του το χε πει στο όνειρό του ο Έρωτας, το πρώτο βράδυ που έμεινε και κοιμήθηκε μαζί της. »Κοίτα πως μοιάζει ο Ημιθάνατος με την κόρη μου!« Στροβιλίστηκαν όλες οι σκέψεις στο μυαλό του κι ένιωσε όλη του την κούραση να τον βαραίνει απότομα.
    
    Έτσι όπως τον είδε η Αγάπη να χάνει το χαμόγελό του και να λιγοψυχάει, μια παγωνιά την άγγιξε που νόμισε πως ερχόταν απ την καρδιά του. Σαν να έσκασε πάνω του ένα τεράστιο κύμα που τον άφησε μεν όρθιο αλλά του έγδυσε τελείως την ψυχή. Τι θα μπορούσε να ναι τόσο τρομακτικό στο παρελθόν της που να τον επηρεάσει έτσι;
   
    Σαν να ξύπνησε απότομα από όνειρο, σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε στα μάτια, κι αμέσως την αγκάλιασε σφιχτά κι ακούμπησε τα χείλη του στα μαλλιά της, πολύ κοντά στο αυτί της, ώστε να ακούσει ένα ψιθύρισμα.
   
    «Λυπάμαι που το μαθαίνεις από μένα. Ο πατέρας σου δολοφονήθηκε, απ τον πατέρα του Ημιθάνατου...»
  
    Έψαξε πάλι να βρει το βλέμμα της, πριν συνεχίσει, λίγο πιο δυνατά, μα ακόμη ψιθυριστά.
   
    «Πάνε τέσσερις κύκλοι από τότε... κι εξαιτίας αυτού είμαστε στα πρόθυρα πολέμου».                    
                                     
    Όπως την κρατούσε από τους ώμους κατάλαβε πως ανατρίχιασε για μια στιγμή, μα δεν έδειξε να ταράζεται περισσότερο.
  
    «Δεν μπορώ να πω πως το ήξερα, μα ούτε και πως δεν το ήξερα... Είχα ακούσει φήμες, μα νόμιζα πως μιλούσανε για σένα, για κάποια προδοσία εις βάρος σου που αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε σε διαμάχη. Μου το πε κι η Επανάσταση», έδειξε με το χέρι το κοιμισμένο κοριτσάκι, «πως κακοί πολεμιστές πήραν τους γονείς και τα αδέρφια τους και σκότωσαν όλα τα μικρά παιδιά».
    
    Μια αόριστη πίκρα διάβηκε σαν φάντασμα απ  τη σκέψη του, και μίλησε ο εγγονός του μέσα από τα χείλη του.
   
    «Δεν θα θρηνήσεις τον πατέρα σου;»
   
    «Πώς να θρηνήσω κάποιον που αδιαμαρτύρητα θρήνησε εμένα; Πέθαναν για μένα όλοι, τη στιγμή που πέθανα εγώ γι αυτούς». Και με τις τελευταίες λέξεις, πρότεινε τα δυο χέρια της στον Έρωτα και του έδειξε τα σημάδια στους καρπούς της, κρυμμένα κάτω απ τα όμορφα τατουάζ.
    
    Αναβόσβησε σαν αναλαμπή η εικόνα της μες στο μυαλό του, πεσμένη στα γόνατα κάτω από τον πλάτανο της αυλής. Βρώμικη, μέσα σε μια λίμνη από αίμα, με το κρυστάλλινο μαχαίρι του στο ένα χέρι της. Μαυροντυμένη ήταν, και είχε ξέπλεκα μαλλιά.
   
    Ένας πόνος πρωτόγνωρος διαπέρασε το στήθος του, σαν να ήταν γυάλινη η καρδιά του και να ράγισε, και βιάστηκε να την σφίξει στην αγκαλιά του, για να μη δει τον βίαιο μορφασμό στο πρόσωπό του. Η επαφή με το κορμί της ήταν ανακουφιστική και αμέσως ξέχασε τον αλλότριο πόνο. Πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες κι όρμησε με μανία στο λαιμό της, να τη δαγκώσει μαλακά και να την κάνει να στενάξει από πόθο.
  
    «Είμαι μόνο δική σου...», αναστέναξε μες στο αυτί του.
   
    «Κι εγώ δικός σου», πρόλαβε να πει ανάμεσα σε δυο φιλιά ο Έρωτας, μα η Αγάπη έπιασε το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες της και τον συγκράτησε για λίγες στιγμές, όσο χρειαζόταν για να πει την πικρή αλήθεια.
  
    «Δεν είσαι δικός μου, θεέ μου, είσαι όλου του κόσμου».
   
    «Έλα να σου δείξω τι είναι μόνο δικό σου», της είπε με μια λάμψη στα μάτια, ξαναβρίσκοντας το πονηρό του χαμόγελο.
   
    Την τράβηξε απ το χέρι και την παρέσυρε στο διπλό κρεβάτι. Δεν είχε την ηλικία της, ούτε και τις ορμές της. Είχε τραβήξει δώδεκα ώρες ταχύ οδοιπορικό μέχρι να έρθει, και το ανθρώπινο- κακά τα ψέματα- σώμα του ήταν έτοιμο να υποκύψει από την κούραση. Όμως η Αγάπη απέναντί της δεν είχε άλλον, μα τον Έρωτα. Ακόμα και η κούραση σε αυτόν τον άντρα γινότανε αιτία για γιορτή. Και το κορμί της ήταν η αφορμή. Την ξεγύμνωσε τρυφερά, χωρίς βιασύνη, κι ήτανε τόσο αλλιώτικος ο έρωτάς του τώρα. Την παρακίνησε να τον κάνει ότι ήθελε, υπηρέτης στην όρεξή της. Την έχρισε βασίλισσα του κορμιού του, κι αφέθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του να παρθεί, κι όχι να πάρει. Να κατακτηθεί, κι όχι να κατακτήσει. Κι όταν πια πότισε το διψασμένο της κορμί με άγιο ιχώρα, κράτησε μετά βίας το μυαλό του ξύπνιο. Χάιδεψε τα εβένινα μαλλιά της κρατώντας το κεφάλι της στο στέρνο του, και την περίμενε πρώτα να κοιμηθεί εκείνη.
    
    Μια στιγμή πριν αποκοιμηθεί, μια ανάμνηση του χτύπησε την πόρτα και τον έκανε να σιγομουρμουρίσει.
   
    «Σε θυμάμαι, μικρή μου...από μωρό με ήθελες μόνο δικό σου».

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια