Subscribe Us

Advertisement

Ο κήπος με τις μηχανές




»Αν δεν ήσουν εσύ δεν θα υπήρχα... μπορεί ακόμη να ήμουν ένα μόριο γενετικού κώδικα στα χαλάσματα του Ρόντιαν... ή μόνο ένα κομμάτι σάρκα μέσα στα εργαστήρια των Εωσφόρων.... ή ακόμα, ένα παραμορφωμένο τέρας στο πλευρό του Θανάτου... ή τέλος, στάχτες στην πυρά της ανθρώπινης εκδίκησης«

«Δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ τι θα ήμουν χωρίς εσένα», απάντησε τελικά χαμηλόφωνα ο Ημιθάνατος και την τράβηξε μαζί του καθώς έγερνε αργά την πλάτη του στην άμμο.

Λίγο πριν το χάραμα σηκώθηκε αέρας και ψύχρα τους διαπέρασε και τους ξύπνησε. Σηκώθηκαν και μπήκαν στη σπηλιά για να προστατευτούν, ενώ έξω η άμμος είχε καβαλήσει τον άνεμο και χόρευε αλλόφρονα.

Ο ίδιος εκείνος άνεμος ξεσήκωσε τον Υπερμήχανο από την πρόχειρη κατασκήνωσή του και τον έκανε να αναζητήσει καταφύγιο σε ένα σύμπλεγμα λείων βράχων, όπως του φάνηκε αρχικά.

Πλησιάζοντας κατάλαβε πως βρισκόταν μπροστά στην μεγαλύτερη ανακάλυψη της ιστορίας της ανθρωπότητας. Οι βράχοι ήταν τα απομεινάρια μιας γιγάντιας Πύλης και πίσω τους μισοθαμμένο στο έδαφος ένα τεράστιο τείχος έκλεινε μέσα του έναν άγριο απεριποίητο κήπο. Περίτεχνα σκαλισμένα πέτρινα παγκάκια είχαν καλυφθεί με χοντρό κισσό και αναρριχώμενα λουλούδια. Κάποια έμοιαζαν με λιονταροκεφαλές στολισμένες με στεφάνια. Στα πόδια τους στήριζαν ανώμαλες μαρμάρινες πλάκες, σαν να ταν παράταιρα αφημένες εκεί, κάπως στραβές και γερτές προς το έδαφος. Άλλα έμοιαζαν με χαλασμένες μηχανές, με ρόδες αντί για πόδια, τροχούς και σκουριασμένα μπουλόνια να ξεστρατίζουν από τα σωθικά τους. Αρχαία δέντρα παντού. Δέντρα ξερά, μα ζωντανά ακόμα. Με ένα χρώμα πράσινο σαν μαύρο, σαν θάνατο μέσα σε ζωντανό κορμί. Και το έδαφος... ένα χαλί από σκόνη πηχτή και απροσδιόριστη κάλυπτε τα άπαντα.

Τριανταφυλλιά Ηλιοπούλου, Πατήρ, Υιός και Άγιο Ψέμα, απόσπασμα

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια